Πάνω από δύο εβδομάδες κράτησε η φωτιά στον εθνικό δρυμό της Βάλια Κάλντα. Ο απολογισμός αυτής της έρπουσας φωτιάς; 250 στρέμματα καμένης δασικής έκτασης, με «θύμα» κυρίως χαμηλή θαμνώδη βλάστηση.
Η φωτιά αυτή συνοδεύτηκε από πολλές φωνές διαμαρτυρίας για καθυστέρηση στην επιχείρηση κατάσβεσης από εναέρια κυρίως μέσα.
Μια ανακοίνωση του περιφερειακού εκπροσώπου της Ένωσης Πτυχιούχων Αξιωματικών Υπαξιωματικών Πυροσβεστικού Σώματος (ΕΠΑΥΠΣ) Ηπείρου, του αντιπύραρχου-δασολόγου Κωνσταντίνου Δαλάτση, έρχεται να απαντήσει σε αυτές τις φωνές διαμαρτυρίες και σε τοποθετήσεις στα social media που παραλλήλιζαν τη φωτιά στη Βάλια Κάλντα με τη φωτιά στο δάσος της Δαδιάς, να εξηγήσει τον τρόπο παρέμβασης των πυροσβεστικών υπηρεσιών και να υπογραμμίσει τη συσχέτιση πυρκαγιάς και φυσικής αναγέννησης.
Καταρχάς, ο κ. Δαλάτσης σημειώνει ότι με την έναρξη της φωτιάς, που αποδίδεται σε κεραυνό, υπήρξε άμεση κινητοποίηση των πυροσβεστικών δυνάμεων και προσέγγιση πεζοπόρων στο δύσβατο σημείο μετά από πεζοπορία αρκετών ωρών.
Η επιχείρηση κατάσβεσης ενισχύθηκε τις επόμενες μέρες από δασοκομάντος της 5ης Ειδικής Μονάδας Δασικών Επιχειρήσεων (που εδρεύει στα Ιωάννινα) καθώς επίσης και με δυνάμεις από τις Πυροσβεστικές Υπηρεσίες Γρεβενών και Κοζάνης, ενώ στο συμβάν συνέδραμαν κατά διαστήματα από αέρος και ελικόπτερα τύπου Erickson Sikorsky S-64, Mi 8 κλπ.
«Αν και η χρήση των ελικοπτέρων γινόταν για να ελεγχθεί σε σημεία που έκαιγε πυκνή αναγέννηση πεύκης ή χαμηλή θαμνώδης βλάστηση από κέδρα και πυξάρια προκειμένου εν συνεχεία να επέμβουν τα πεζοπόρα τμήματα, οι επιχειρήσεις από αέρος σε περιοχές με πολύ μεγάλες κλίσεις εδάφους έχουν ένα σημαντικό μειονέκτημα, καθώς η ρίψη νερού από μεγάλο ύψος έχει ως αποτέλεσμα πολλές φορές να μετακινούνται κομμάτια από φλεγόμενους κορμούς και κουκουνάρια, τα οποία κατρακυλούν προς τα κάτω και μεταδίδουν την πυρκαγιά.
Λόγω του έντονου ανάγλυφου της περιοχής δημιουργήθηκε μία ακανόνιστη περίμετρος στην πυρκαγιά με αποτέλεσμα να απαιτείται η συνεχής μετακίνηση των πυροσβεστικών δυνάμεων σε πολλά διάσπαρτα σημεία, γεγονός που παραδοσιακά προκαλεί μεγάλη καταπόνηση στο προσωπικό και καθυστερεί την επιχείρηση κατάσβεσης. Παρόλα αυτά η πυρκαγιά μέσα σε λίγες μέρες κατάφερε να ελεγχθεί, στο μεγαλύτερο μέρος της περιμέτρου, από τις επίγειες δυνάμεις και όλες τις επόμενες ημέρες απλώς γίνονταν προσπάθειες σταθεροποίησης των κατακείμενων και ιστάμενων φλεγόμενων κορμών προκειμένου να μην κατρακυλήσουν προς τα κάτω και μεταδώσουν εκ νέου την πυρκαγιά» σημειώνεται στην ανακοίνωση.
Ο κ. Δαλάτσης απαντάει στη συνέχεια σε κάποια δημοσιεύματα και αναφορές περί οικολογικής καταστροφής στη Βάλια Κάλντα.
«Θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να γίνει σαφές ότι μία έρπουσα πυρκαγιά μερικών στρεμμάτων, ακόμα και αν διήρκησε αρκετά λόγω των εγγενών ιδιαιτεροτήτων που εμφάνιζε, δεν είναι δυνατό να συγκρίνεται με πυρκαγιές που κατέκαυσαν χιλιάδες στρέμματα δάσους ή να παρουσιάζεται αυθαίρετα και με ελαφρότητα ως μια, ανακόλουθη με την πραγματικότητα, καταστροφή. Ειδικότερα, αξίζει εν προκειμένω να επισημάνουμε ότι στον Εθνικό Δρυμό της Βάλια Κάλντα συνολικά κάηκε έκταση περίπου 250 στρεμμάτων και στο μεγαλύτερο μέρος αυτής η πυρκαγιά, έρπουσα, έκαιγε χαμηλή θαμνώδη βλάστηση από κέδρα και πυξάρια και σημεία με αναγέννηση μαύρης πεύκης, ενώ σε ελάχιστα σημεία έγινε επικόρυφη και έκαψε μερικές δεκάδες δέντρα μαύρης πεύκης» επισημαίνεται.
Στη συνέχεια, ο κ. Δαλάτσης, αφού υπογραμμίζει ότι η εν λόγω πυρκαγιά «αν και θεωρείται μικρή ως προς την έκταση που έκαψε αλλά και ως προς την επίδρασή της στο δασικό οικοσύστημα, αντιμετωπίστηκε από την πρώτη στιγμή με ιδιαίτερη σπουδή από την υπηρεσία…», κάνει μια αναφορά στη φυσική αναγέννηση του δάσους.
«Σε πολλά σημεία στα οποία κάηκε η παρεδάφια βλάστηση δημιουργούνται ευνοϊκές συνθήκες για τη βλάστηση των σπόρων του πεύκου και την αναγέννηση της περιοχής. Με την πυρκαγιά τα κουκουνάρια που καίγονται, ανοίγουν και απελευθερώνουν τους σπόρους που περιέχουν στο έδαφος. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται ακόμη πιο έντονο σε δάση με τραχεία και χαλέπιο πεύκη, τα οποία υπάρχουν σε χαμηλότερα υψόμετρα σε όλη την Ελλάδα. Η φυσική αναγέννηση των δασών αυτών, σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες και μελέτες, ευνοούνται ιδιαίτερα από την πυρκαγιά με την βασική προϋπόθεση αυτή να γίνεται με συχνότητα πέραν των τριάντα ετών περίπου. Εάν καίγονται τακτικότερα, τότε οδηγούμαστε σε υποβάθμιση του οικοσυστήματος λόγω κυρίως της καταστροφής της φυσικής αναγέννησης και της έκπλυσης του εδάφους. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα συγκεκριμένα είδη πεύκης αναφέρονται στη δασική ορολογία ως ‘πυρόφιλα’ και αυτό συμβαίνει διότι αυτά τα είδη έχουν προσαρμοστεί εδώ και χιλιάδες χρόνια, ώστε να μπορούν να ανανεώνονται μετά από μία πυρκαγιά».
Και ο κ. Δαλάτσης κλείνει την ανακοίνωση με την εξής επισήμανση: «Το μεγάλο πρόβλημα στις μέρες μας δημιουργείται, ως συνήθως, από την παρουσία του ανθρώπου μέσα σε αυτά τα οικοσυστήματα με έντονο κίνδυνο για άκρως καταστροφικά αποτελέσματα, ειδικά δε σε περιπτώσεις όπου παρατηρείται μίξη οικιστικού ιστού και δάσους».