Καταρχάς, τα χρόνια περνάνε. Δεύτερον, τέτοια μέρα πριν από 30 χρόνια, έγινε το αδιανόητο για την εποχή: η Ελλάδα πήρε το Ευρωμπάσκετ, νικώντας στον τελικό τη Σοβιετική Ένωση.
Γιατί όμως ήταν αδιανόητη η επιτυχία και τι ακριβώς σήμαινε για την ελληνική κοινωνία τότε;
Το 1987 που λέτε, είχαμε ΠΑΣΟΚ στα ντουζένια του και καπιταλισμό «φιλικό» ακόμα, γιατί η κρίση συσσώρευσης που κορυφώθηκε την τελευταία δεκαετία έμοιαζε (και ήταν) μακριά. Το τρίποντο είχε καθιερωθεί μόλις πριν από 3 χρόνια στα γήπεδα του μπάσκετ και η μπασκετική μας εμπειρία ήταν κάτι σαν τη δημοφιλία του ράγκμπι στην Ελλάδα (ακόμα και μετά την υπερπροβολή των μαϊντανών στην tv). Υπήρχε η κατάκτηση του Κυπελλούχων βέβαια, από την ΑΕΚ, καθώς και κάποια σκιρτήματα του Άρη, που έπεφτε πάνω στη Λιμόζ ή την Τρέισερ του ντ' Αντόνι και του Μάκαντου και αποκλειόταν στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
Ωστόσο, από την προηγούμενη χρονιά φαινόταν ότι κάτι άλλαζε, ακόμα και σε επίπεδο εθνικής. Στο Μουντομπάσκετ της Ισπανίας, η Ελλάδα είχε καταταγεί 10η, που με τα τότε δεδομένα ήταν κάτι παραπάνω από άθλος (μάλιστα, η εθνική είχε χάσει με 1 πόντο την ένατη θέση, από την… Κίνα).
Σε διοικητικό επίπεδο, η Ελλάδα είχε αναλάβει την πρώτη της μεγάλη διοργάνωση, σε επίπεδο ομαδικού αθλήματος. Το Ευρωμπάσκετ που θα γινόταν στο επίσης νεαρό τότε Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, ήταν η πρώτη κίνηση της «παντοκρατορίας» (για πολλούς, δικτατορίας) Βασιλακόπουλου, στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Με τι πηγαίναμε όμως εκεί; Βασικά, με μια ομάδα που είχε τα εξής τέσσερα σημεία αναφοράς: έναν ικανό στο ποστάρισμα ψηλό, έναν πραγματικά ταλαντούχο νεαρό με ακμή, έναν καλό χειριστή που τότε, το «πάλευε» με τα τρίποντα και έναν «παρανοϊκό» κοντό.
Το «έπος του Γκάλη, του Γιαννάκη και των άλλων παιδιών» όμως, δεν θα οφειλόταν σε ξέχειλο ταλέντο, αλλά σε ένα τρομερά δεμένο σύνολο, υπό έναν προπονητή-μέντορα, τον Κώστα Πολίτη. Εκτός από τον Γκάλη που για πολλά χρόνια ήταν ο καλύτερος μπασκετμπολίστας που πάτησε πόδι στην Ευρώπη, τον Γιαννάκη που είχε αθλητικά προσόντα και τον Φασούλα που εκμεταλλευόταν σωστά το ύψος του, περισσότερο από ό,τι «κλασικοί» και λίγοι ψηλοί μιας χώρας, ο επόμενος πραγματικά υποσχόμενος ήταν ο Φάνης Χριστοδούλου και ο πιο γρήγορος δίμετρος ο Φιλίππου, που τραυματίστηκε όμως μέσα στο τουρνουά. Οι υπόλοιποι, είχαν προτερήματα και μειονεκτήματα, αλλά ήταν ομάδα.
Δεν μπορούσαμε για παράδειγμα, να συγκριθούμε για παράδειγμα με τη Γιουγκοσλαβία ή την ΕΣΣΔ που ερχόταν χωρίς τον Άρβιντας Σαμπόνις, αλλά είχε στο ρόστερ της τον Σαρούνας Μαρτσουλιόνις. Η σύγκριση ήταν καταδικαστική και με την Ισπανία του Σαν Επιφάνιο, του Τσίκο Σιμπίλιο, του Σολοθάμπαλ και του Βιγιακάμπα, όπως επίσης και με την Ιταλία, η οποία έφερνε μαζί της έναν από τους μεγαλύτερους ευρωπαίους σουτέρ, τον Αντονέλο Ρίβα. Έτσι και αλλιώς, το τουρνουά γινόταν την εποχή των μεγάλων σκόρερ: πλην των προαναφερθέντων, στο Ελληνικό προσγειώθηκαν τότε ο Ντάριους Ζέλιγκ με την Πολωνία (τρίτος σκόρερ της διοργάνωσης), ο Ντορόν Τζάμσι με το Ισραήλ, κ.α.
Αν όμως τα κύπελλα δίνονταν αυτόματα στους πιο ταλαντούχους, δεν υπήρχε ομάδα άλλη που έπρεπε να πάρει το Ευρωμπάσκετ του ’87 , εκτός από τη Γιουγκοσλαβία: Ο Σάσα Τζόρτζεβιτς ήταν τέταρτος γκαρντ πίσω από τον Ντράζεν και τον Αλεξάντερ Πέτροβιτς, αλλά και τον Ράντοβιτς, στους ψηλούς υπήρχαν οι Βράνκοβιτς, Ράτζα και Ντίβατς, αλλά συνήθως ξεκινούσε ο Ραντοβάνοβιτς που τότε έπαιζε στην Ιταλία, ο Πάσπαλι ήταν ένας πιτσιρικάς που κέρδιζε θέση στην πεντάδα από "ιερά τέρατα".
Αλλά όχι. Η ιστορία έμελλε να βάλει στη γραμμή των φάουλ τον Αργύρη Καμπούρη εκείνο το βράδυ της 14ης Ιουνίου στο ΣΕΦ, μέσα στην καπνίλα του κατάμεστου ΣΕΦ, με τους σελέμπριτις της εποχής να διαγκωνίζονται για μια θέση στα καρεκλάκια (θυμάμαι ακόμα τις φωτό με τον Πάριο και τη Μαρινέλλα να πανηγυρίζουν), τον Σαρτζετάκη, τον Μητσοτάκη, τον Αντρέα με τη Μαργαρίτα Τσαντ-Παπανδρέου ακόμα δίπλα του, κ.ο.κ.
Μέχρι εκείνη την ώρα, είχαν γίνει πάρα πολλά εκείνες τις 12 μέρες. Η εθνική είχε χάσει μόνο από τους Ισπανούς με κάτω τα χέρια, στη φάση των ομίλων (κάτι που γίνεται μέχρι και… σήμερα), ενώ ο διαιτητής Κοτλέμπα είχε γίνει περσόνα νον γκράτα για τη διαιτησία του πρώτου αγώνα με την ΕΣΣΔ που ήταν η δεύτερη ήττα στο τουρνουά. Αργότερα, έγινε και αυτός φίλος του ελληνικού μπασκετικού κατεστημένου…
Η Ελλάδα είχε επίσης νικήσει δύο φορές τη Γιουγκοσλαβία, μια στους ομίλους και μια στον ημιτελικό, σε ένα παιχνίδι που στο ημίχρονο, οι Γιουγκοσλάβοι ήταν 10 πόντους μπροστά. Το βράδυ του τελικού ο Λιβέρης Ανδρίτσος, ο πιο αφανής ήρωας εκείνης της ιστορίας, είχε πάει το παιχνίδι στην παράταση ευστοχώντας στις βολές, στην κανονική διάρκεια, 0.36’’ πριν το τέλος. Αν ο Μέμος Ιωάννου που είχε αντικαταστήσει τον αποβληθέντα Γιαννάκη είχε ευστοχήσει στο coast to coast, τότε η εθνική δεν θα πήγαινε να παίξει άλλα πέντε λεπτά χωρίς Γιαννάκη και χωρίς Φασούλα, που επίσης είχε κάνει πέντε φάουλ.
Εκεί λοιπόν, κόντρα στον μεγάλο Γκομέλσκι και τον δαιμονικό εκείνο το βράδυ Βάλντις Βάλτερς, η εθνική πήρε προβάδισμα μέχρι που ο Γιοβάισα ισοφάρισε με τρίποντο. Στην τελευταία φάση του αγώνα, όλα «μύριζαν Γκάλη», γι αυτό και ο Γκομέλσκι έριξε πάνω του ένα όβερ πλέι με τον Χομίτσιους να τον ακολουθεί σε όλο το γήπεδο. Ο Γκάλης πέρασε το κέντρο, έδωσε στον Ανδρίτσο που βγήκε από τα σκριν, ξαναπήρε και κλείστηκε από δύο. Ο Ανδρίτσος πήρε μια πάσα που σήμερα θα είχε κοπεί πριν τη σκεφτεί καν ο παίκτης, έβγαλε στο πλάι, στον Ιωάννου, αυτός αστόχησε και εκεί βρέθηκε ο Αργύρης Καμπούρης, που εκμεταλλεύτηκε το λάθος άλμα του Γκομπόροφ, πήρε το ριμπάουντ, μαζί και το φάουλ.
Τω καιρώ εκείνω, υπήρχε ένας άρρητος κανόνας στο μπάσκετ: ο ψηλός δεν βάζει ποτέ και τις δύο βολές. Άντε, να έχανε την πρώτη για να «πάρει μέτρα» και να βάλει τη δεύτερη. Ο Καμπούρης όμως, ο οποίος είχε 0/1 μέχρι εκείνη την ώρα, «μύρισε τιρινίνη», έβαλε και τις δύο και μετά, όλα έγιναν αφίσα σε παιδικά δωμάτια, γήπεδα στις πιο απίθανες γωνιές της χώρας, όνειρο ζωής για πιτσιρικάδες, αλλά και δολοπλοκίες, χρήμα, πολιτική, παιχνίδια παρασκηνίου.
Αλλά έτσι κάπως ξεκινάνε όλα…