Ο Βασίλης Νιτσιάκος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, γράφει για το «βλάχικο ζήτημα».
Ρωτάνε διαρκώς φίλες και φίλοι λέγοντας πως δεν έχουν ξεκαθαρίσει τι τελικά συμβαίνει με το «Βλάχικο ζήτημα». Παρότι νομίζω ότι δεν υπάρχει λόγος να επανέρχομαι και ότι είναι και κουραστικό για όλους μας και κυρίως για μένα, ας τους κάνω την χάρη να πω δυο κουβέντες ακόμα:
Το «ζήτημα» επανήλθε σχετικά πρόσφατα με αφορμή το θέμα του εγγραφισμού της γλώσσας. Συγκεκριμένος φορέας από την θέση «δεν υφίσταται Βλάχικη γλώσσα», μετατοπίστηκε στο «είναι προφορική και δεν πρέπει να την γράφουμε» και στην συνέχεια «να την γράφουμε αλλά μόνο στα Ελληνικά»... Το επιχείρημα είναι γνωστό: Εάν την γράφουμε με λατινικούς χαρακτήρες δημιουργούμε εθνικό θέμα, διότι την παρουσιάζουμε σαν μειονοτική γλώσσα και αυτό μπορεί να εκληφθεί ως άμεση ή έμμεση αναγνώριση των Βλάχων ως μειονότητας. Μάλιστα αυτό συνδέεται με την γνωστή ως «Ρουμάνικη προπαγάνδα», διότι οι εκπρόσωποί της στο παρελθόν ακολούθησαν αυτή την πρακτική και άρα όσοι το επιχειρούν ξανά σήμερα είναι συνεχιστές αυτής της προπαγάνδας, είναι δηλαδή «ρουμανίζοντες», τουτέστιν αρνητές της ελληνικής τους ταυτότητας....
Κατ' αρχάς, λίγα λόγια για την ιστορία του πράγματος:
Βαφτίσαμε «Ρουμάνικη προπαγάνδα» μια ωμή και επίσημη επέμβαση της συγκεκριμένης χώρας στα εσωτερικά της Ελλάδας με βάση διεθνείς συνθήκες και βεβαίως την συναίνεση της ελληνικής κυβέρνησης. Το 1913, με την λήξη των Βαλκανικών πολέμων, υπογράφηκε η Συνθήκη του Βουκουρεστίου, με βάση την οποία διαμοιράστηκαν τα εδάφη στους συμμάχους. Η Ρουμανία είχε ήδη επιτύχει να αναλάβει ρόλο προστάτη των Βλάχων ήδη από το 1905, που αυτοί αναγνωρίστηκαν σαν ξεχωριστό μιλλέτ από τον Σουλτάνο. Έτσι συμφωνήθηκε μεταξύ των δύο πρωθυπουργών, Ελ. Βενιζέλου και Τ. Μαγιορέσκο: «Η Ελλάς συγκατατίθεται να παράσχη αυτονομίαν εις τας των Κουτσοβλάχων σχολάς και εκκλησίας τας ευρισκομένας εν ταις μελούσαις ελληνικαίς κτήσεσι και να επιτρέψη την σύστασιν επισκοπής διά τους Κουτσοβλάχους τούτους, της Ρουμανικής Κυβερνήσεως δυναμένης να επιχορηγή, υπό την επίβλεψιν της Ελληνικής Κυβερνήσεως, τα ειρημένα ενεστώτα και μέλλοντα θρησκευτικά και εκπαιδευτικά καθιδρύματα.»
Επτά χρόνια αργότερα, το 1920, στη συνθήκη των Σεβρών, επαναλαμβάνεται η προηγούμενη συμφωνία για την Ελλάδα:
«Η Ελλάς συμφωνεί να παραχωρήση, υπό τον έλεγχο του ελληνικού κράτους, εις τας βλαχικάς κοινότητας της Πίνδου τοπικήν αυτονομίαν ως προς τα θρησκευτικά ή σχολικά ζητήματα.»
Εν τέλει, και σε πρακτικό επίπεδο, η Ελλάδα συμφώνησε να υπάρχουν ρουμάνικα σχολεία, ρουμανική εκκλησία και ρουμανικές κοινότητες, με αποτέλεσμα ένα κομμάτι του Βλάχικου πληθυσμού για διάφορους λόγους να αυτοπροσδιορίζονται σαν Ρουμάνοι και ουσιαστικά να αναπτυχθεί Ρουμάνικη και όχι Βλάχικη μειονότητα. Σημειωτέον ότι η συντριπτική πλειονότητα των Βλάχων αυτοπροσδιορίζονταν ως Έλληνες, είχαν ελληνικό εθνικό φρόνημα.
Πάντως, έτσι κι αλλιώς, αυτή η επέμβαση της Ρουμανίας με την στήριξη εξαρχής της Πύλης προκάλεσε διχασμό στις κοινότητες, διχασμό που κάποιες τον πλήρωσαν πολύ ακριβά...τόσο ακριβά που απόηχοι αυτών των τραγικών γεγονότων επηρεάζουν την κοινότητα των Βλάχων ακόμα και σήμερα.
Το έχουμε ξαναπεί ότι η Ελλάδα δεν έχει κανένα πρόβλημα, διότι οι Βλάχοι δεν αποτελούν απλά αναπόσπαστο αλλά συστατικό στοιχείο του ελληνικού έθνους. Παρόλα αυτά, συνεχίζεται μια ρητορική συνωμοσίας, ότι δηλαδή υπάρχει και σήμερα κίνδυνος να προκύψει μειονοτικό θέμα, τη στιγμή που οι ίδιοι άνθρωποι που την καλλιεργούν διακηρύσσουν κάθε λίγο και λιγάκι την ελληνικότητα των Βλάχων και μάλιστα με όρους βιολογικής καταγωγής. Πρόκειται τουλάχιστον για οξύμωρο σχήμα, κάτι που μπορεί να ερμηνευτεί μόνο με όρους ψυχολογίας.
Πέρυσι τον Νοέμβριο το Τμήμα Φιλολογίας με τον καθ' ύλην αρμόδιο Τομέα Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων οργάνωσε σε συνεργασία με την Επιστημονική Εταιρεία Μελέτης του Πολιτισμού των Βλάχων ημερίδα σχετική με το ζήτημα του εγγραφισμού των παραδοσιακών προφορικών γλωσσών με παράδειγμα την Βλαχική. Στην ημερίδα εκλήθησαν και μίλησαν όλοι οι ειδικοί επιστήμονες απο την Ελλαδα και την Κύπρο. Σκοπός δεν ήταν να ληφθεί κάποια απόφαση σχετικά με το θέμα αλλά η ανταλλαγή απόψεων και ο διάλογος. Αυτό και έγινε. Άλλωστε ο ρόλος της επιστήμης δεν είναι κανονιστικός αλλά περιγραφικός και ερμηνευτικός.
Ενώ όλα αυτά είναι αυτονόητα αλλά και δημοσιοποιήθηκαν δεόντως, ο συγκεκριμένος φορέας αντί να έρθει να εκφράσει την άποψή του (έλαβε πρόσκληση), προέβη σε μια δημόσια καταγγελία, ωσάν να επρόκειτο για κάποια πράξη εθνικά επικίνδυνη με μια φρασεολογία που παρέπεμπε σε άλλες εποχές και σε λογικές και πρακτικές ανοίκειες στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Δεν αρκέστηκε όμως στην καταγγελία αυτή αλλά θεώρησε καλό να ενημερώσει τους πολιτειακούς παράγοντες και ιδιαιτέρως περί της επικινδυνότητας του εγχειρήματος να συζητήσουμε για το θέμα.
Η Εταιρεία μας χαίρεται για τις μετατοπίσεις και αναμένει, αν όχι συνεργασία, τουλάχιστον σεβασμό της επιστήμης και των επιστημόνων. Η Εταιρεία δεν έγινε για να υποκαταστήσει ή να ανταγωνιστεί τους Συλλόγους. Ο ρόλος της είναι διακριτός και είναι ακραιφνώς επιστημονικός.
Ας αφήσουμε λοιπόν στην άκρη τις πρακτικές που δεν βοηθάνε και ας αφήσουμε επίσης τους επιστήμονες να κάνουν την δουλειά τους. Κανείς δεν είναι «απόλυτος εκφραστής»(sic) της Ιστορίας και της Λαογραφίας, πόσο μάλλον πολιτιστικοί σύλλογοι. Ούτε ένας Σύλλογος επιστημόνων δε θα έλεγε ποτέ κάτι τέτοιο. Με όλον τον σεβασμό μην χάσουμε εντελώς το μέτρο.....ας σταματήσει αυτή η ιστορία για το καλό όλων. Η χώρα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα και δεν έχουμε περιθώρια για τέτοιου είδους κυνήγια μαγισσών.
Ο χρόνος θα δικαιώσει την επιστήμη δίχως άλλο. Ωστόσο, οι επιστήμονες δεν περιμένουν δικαίωση. Πράττουν αυτό που τους υπαγορεύει η επιστημονική ηθική και δεοντολογία αλλά και η ίδια η συνείδησή τους.