Έρευνα για τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης έκανε το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ για την κατάσταση στην οποία περιήλθαν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Η έρευνα έγινε σε συνεργασία με την εταιρία MARC και τα αποτελέσματα, απέχουν πάρα πολύ από τις αισιόδοξες ανακοινώσεις της κυβέρνησης, περί καθολικότητας των μέτρων στήριξης.
Επιγραμματικά:
- 8 στις 10 επιχειρήσεις (81,7%) δήλωσαν πως ο τζίρος τους ήταν μειωμένος το προηγούμενο διάστημα (μήνα) σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό. Με βάση τα στοιχεία της έρευνας ο μέσος όρος μείωσης του τζίρου είναι 46%.
- 2 στις 10 επιχειρήσεις (21,1%) δήλωσαν πως είναι πολύ πιθανό το προσωπικό τους να μειωθεί το επόμενο εξάμηνο, ενώ μόλις το 5% δήλωσε πως θα προχωρήσει σε προσλήψεις. Εκτιμάται, με βάση τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί σήμερα πως μέχρι το τέλους του έτους κινδυνεύουν να χαθούν περίπου 190.000 θέσεις εργασίας.
- 1 στις 3 (33,9%) επιχειρήσεις εκφράζουν τον φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητας τους το επόμενο διάστημα.
- Σχεδόν 4 στις 10 επιχειρήσεις (37,2%) δήλωσαν ότι το επόμενο διάστημα δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις
- 1 στις 3 επιχειρήσεις (33,4%) δήλωσε ότι το επόμενο διάστημα δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις ασφαλιστικές της υποχρεώσεις.
- Σχεδόν 6 στις 10 (55,1%) επιχειρήσεις είναι λίγο ή καθόλου ικανοποιημένες με τα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση για την στήριξη των επιχειρήσεων.
Η έρευνα διαπιστώνει επίσης ότι «παρά τα μέτρα που έχει λάβει μέχρι σήμερα η κυβέρνηση για την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας και τον περιορισμό των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης, έχει αρχίσει να προδιαγράφεται και κυρίως να γίνεται αποδεκτό ότι η ελληνική οικονομία δεν θα αποφύγει την βαθιά ύφεση».
Η έρευνα έγινε σε επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι 49 εργαζόμενους.
Μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία της δείχνουν ότι το μέτρο το οποίο αξιοποίησαν ευρέως οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις ήταν εκείνο της μείωσης του ενοικίου (42,5%), ακολούθησε η αναστολή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων (27,8%), η επιστρεπτέα προκαταβολή (20,1%), η αναστολή πληρωμής των επιταγών κατά 75 ημέρες (10%) και η τραπεζική δανειοδότηση με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου (9,6%)
Αποτυπώνεται το πρόβλημα, ότι πραγματική ενίσχυση σε ρευστό δεν υπήρχε και ότι οι επιχειρήσεις χρησιμοποίησαν τα αποθεματικά τους για να καλύψουν δαπάνες, περιμένοντας μελλοντικές φοροελαφρύνσεις. Είναι ενδεικτικό ότι από την έρευνα, προκύπτει πως η πλειοψηφία των επιχειρήσεων προτίμησε να καταβάλλει τις υποχρεώσεις τους προς το δημόσιο πιθανότατα λόγω του κινήτρου της έκπτωσης κατά 25% που δόθηκε για την εμπρόθεσμη καταβολή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων.
Ακόμα, μόλις 1 στις 10 επιχειρήσεις (10%) έκαναν χρήση του μέτρου αναστολής πληρωμής των μεταχρονολογημένων επιταγών. Οι 2 στις 10 (20,1%) μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις έκαναν χρήση της παροχής ρευστότητας μέσω της επιστρεπτέας προκαταβολής. Αντίθετα μόλις 1 στις 10 (9,6%) επιχειρήσεις έκαναν χρήση των δανειοδοτήσεων που χορηγήθηκαν από τις τράπεζες με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου. Μάλιστα από τα επιμέρους στοιχεία προκύπτει ότι το 40% των επιχειρήσεων που δανειοδοτήθηκαν μέσω τραπεζών εντάχθηκαν και στην επιστρεπτέα προκαταβολή.
Συνεκτιμώντας - σύμφωνα με τις εξαμηνιαίες έρευνες οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ - ότι διαχρονικά οι σχεδόν 9 στις 10 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις δεν αναζητούν τραπεζική χρηματοδότηση, ενώ από τις λίγες επιχειρήσεις που απευθύνονται προς τις τράπεζες τελικά μόνο οι μισές χρηματοδοτούνται, φαίνεται πως το πρόβλημα ρευστότητας των επιχειρήσεων δεν έχει αντιμετωπιστεί επαρκώς. «Με εξαίρεση τα 800 ευρώ που δόθηκαν με την μορφή της αποζημίωσης ειδικού σκοπού προς τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων φαίνεται πως δεν έχει λάβει κάποια ένεση ρευστότητας ικανής να διασφαλίσει την ομαλή επαναλειτουργία και την βιωσιμότητας τους για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα και να περιορίσει την ένταση της ύφεσης και των επιπτώσεων της στην οικονομία» σημειώνει μεταξύ άλλων η έρευνα.
Όσο για τον τζίρο, περισσότερες από 8 στις 10 επιχειρήσεις (81,7%) δηλώσαν πως ο τζίρος τους ήταν μειωμένος το προηγούμενο διάστημα σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό. Το 11,8% δήλωσε πως δεν υπήρξε καμία μεταβολή, ενώ μόλις το 3,9% δήλωσε πως κατέγραψε αύξηση του κύκλου εργασιών. Στα επιμέρους στοιχεία, οι επιχειρήσεις στον κλάδο των υπηρεσιών (86,7%), οι μικρότερες (86,3%) με βάση τον τζίρο και οι επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό (84,9%) παρουσίασαν τις μεγαλύτερες απώλειες.
Επιπλέον, οι 9 στις 10 (89,3%) που επαναλειτούργησαν κατέγραψαν μείωση του τζίρου τους, έναντι μόλις του 1,3% που κατέγραψε αύξηση. Η εικόνα για τις επιχειρήσεις που δεν διέκοψαν την λειτουργία τους κατά την διάρκεια του lockdown, αν και είναι καλύτερη συγκριτικά με τις επιχειρήσεις που ανέστειλαν την λειτουργία τους, παραμένει αποκαρδιωτική καθώς 2 στις 3 (66,2%) δήλωσαν μείωση του τζίρου τους.
Τέλος, το 55,1% των επιχειρήσεων δηλώνει λίγο ή καθόλου ικανοποιημένο με τα μέτρα ενίσχυσης των επιχειρήσεων έναντι του 39,9% που δηλώνει πολύ ή αρκετά ικανοποιημένο. Η έρευνα μάλιστα καταγράφει αντιστροφή του βαθμού ικανοποίησης των επιχειρήσεων για τα μέτρα της κυβέρνησης σε σχέση με την έρευνα που είχε διεξαχθεί τον Απρίλιο του 2020.