Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή προειδοποιεί ότι αν δεν συγκρατηθούν τα επιχειρηματικά περιθώρια κέρδους, η αντιμετώπιση του πληθωρισμού και θα τραβήξει σε βάθος χρόνου και θα χρειαστεί «ακριβότερο χρήμα», δηλαδή περισσότερες αυξήσεις επιτοκίων από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Όπως αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού «ο πληθωρισμός έχει αναδιανεμητικές επιπτώσεις, δηλαδή βελτιώνει τη θέση κάποιων επιδεινώνοντας τη θέση κάποιων άλλων» και επικαλείται έρευνα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου η οποία διαπιστώνει ότι ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης από τις αρχές του 2022 οφείλεται κατά 45% στα υψηλότερα επιχειρηματικά κέρδη, κατά 40% στις τιμές εισαγωγών και κατά μόλις 25% στην αύξηση των μισθών.
Σύμφωνα με την έκθεση «ο πληθωρισμός θα μπορούσε να αποδειχθεί πιο επίμονος αν λάβουν χώρα εκτεταμένες μισθολογικές αυξήσεις καθώς και αν συνεχιστεί η αύξηση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων. Η καθυστερήσεις στην απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και η αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να οδηγήσει σε χαμηλότερες του αναμενομένου επενδύσεις.
Ενώ, η αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκ νέου άνοδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων επηρεάζοντας τη δυνατότητα των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την ανάκαμψη. Τέλος, η συνέχιση των πληθωριστικών πιέσεων και η υιοθέτηση αυστηρότερου δημοσιονομικού πλαισίου που περιορίζει τη δυνατότητα δημοσιονομικών μεταβιβάσεων θα μπορούσε να αυξήσει περαιτέρω τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες».
Πληθωρισμός «απληστίας»
Το φαινόμενο έχει χαρακτηριστεί ως greedflation (πληθωρισμός ‘απληστίας’) και θέτει νέα διλήμματα στην αντιμετώπισή του. Συγκεκριμένα, σημειώνει το Γραφείο Προϋπολογισμού, η αποτελεσματικότητα της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής εξαρτάται περισσότερο από τη συγκράτηση των επιχειρηματικών κερδών και λιγότερο από τον έλεγχο των μισθολογικών αυξήσεων. Με άλλα λόγια, χωρίς μείωση των περιθωρίων κέρδους, η επιστροφή του πληθωρισμού στο επίπεδο του 2% θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο και υψηλότερα επιτόκια, με τις ανάλογες αρνητικές συνέπειες στην ευρύτερη οικονομική δραστηριότητα.
Σημαντικές θα είναι και οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού κατά το τρέχον έτος καθώς θα περιοριστεί η ευνοϊκή επίδραση στο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Στη διάρκεια του προηγούμενου έτους, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε οριακά κατά 3 περίπου δις ευρώ σε ονομαστικούς όρους (από 353,5 δις σε 356,3 δις) αλλά μειώθηκε εντυπωσιακά κατά πάνω από 23 ποσοστιαίες μονάδες σαν ποσοστό του ΑΕΠ (από 194,6% σε 171,3%).
Η θετική αυτή εξέλιξη προήλθε από τη διαφορά μεταξύ του ρυθμού αύξησης του χρέους (επιτόκιο και καθαρός νέος δανεισμός) και του ονομαστικού ρυθμού μεγέθυνσης και δεν αναμένεται να επαναληφθεί, τουλάχιστον στην ίδια έκταση, κατά το τρέχον έτος.
Σημειώνεται ωστόσο ότι, παρά την επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης και τη μείωση του πληθωρισμού, η ονομαστική μεγέθυνση αναμένεται να παραμείνει υψηλότερη από το επιτόκιο αλλά σε σημαντικά μικρότερο βαθμό από πέρυσι.
Επιπρόσθετα, η αποκλιμάκωση του μέσου πληθωρισμού θα επιβραδύνει και την αύξηση των φορολογικών εσόδων, κυρίως εκείνων που ακολουθούν τις αυξήσεις των τιμών, όπως ο ΦΠΑ.
Από την άλλη πλευρά, ο πληθωρισμός παρουσιάζει έντονη διαφοροποίηση σε επιμέρους κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών. Ενδεικτικά, στην κατηγορία των τροφίμων η μείωση είναι οριακή, από 12,3% σε 11,4%, στην κατηγορία της ένδυσης και υπόδησης παρουσιάζει αύξηση από 5% σε 12,2% ενώ στην κατηγορία της στέγασης βρίσκεται σε αρνητική περιοχή, στο - 13,3% από 36,1% πέρυσι (λόγω της μείωσης των τιμών ενέργειας).
Η διατήρηση του υψηλού πληθωρισμού κάποιων βασικών αγαθών, όπως τα τρόφιμα, επιβαρύνει το κόστος διαβίωσης των πιο ευάλωτων νοικοκυριών, καθώς μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους δαπανάται σε τρόφιμα, και καθιστά απαραίτητη τη διατήρηση των έκτακτων εισοδηματικών ενισχύσεων με το ανάλογο δημοσιονομικό κόστος.
Με πληροφορίες από Ναυτεμπορική, Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή