Σκηνικό πρώτο: Προφορική εξέταση στο παλιό πανεπιστήμιο στη Δομπόλη, τρεις τύποι, μάθημα επιλογής. «Θα πάρετε βαθμό, όχι γιατί διαβάσατε –γιατί δεν διαβάσατε-, αλλά γιατί ρε μπαγάσηδες, πάντα έχετε κάτι να πείτε για το μάθημα». Γύρω-γύρω βιβλιοθήκες σε ύψος ταβανιού που σχημάτιζαν διαδρόμους, που και οι διάδρομοι με βιβλία, αποκόμματα και εφημερίδες ήταν γεμάτοι.
Σκηνικό δεύτερο: Στο καινούργιο πανεπιστήμιο πια, στη Δουρούτη, το εργαστήρι είναι ακόμα μεγαλύτερο, με ακόμα περισσότερες εφημερίδες, ακόμα περισσότερα βιβλία, ακόμα πιο πολλά θαυμαστά μεγάλα και μικρά πραγματάκια. Και στη μέση, ένα πιάνο.
«-Δάσκαλε, τι το θες το πιάνο στο εργαστήριο;»
«-Και τι να έβαζα δηλαδή, μπαγλαμά, να μας λένε μπαγλαμάδες;».
Και γέλια…
Ο Απόστολος, ο Λάκης Παπαϊωάννου ήταν ένας από τους ανθρώπους που υπηρέτησαν την αντίληψη ότι «το πανεπιστήμιο σε κάνει πρώτα απ’ όλα άνθρωπο» και μετά κάτοχο βαθμών, πτυχιούχο κ.ο.κ. Σε κάνει πολίτη για μια θεωρητικά ελεύθερη και δημοκρατική πολιτεία και τις στιγμές που τον ανησυχούσαν τα πολιτικά πράγματα, έλεγε «κάτι πρέπει να κάνουμε» και έδινε την εντύπωση ότι στον επόμενο διάδρομο συνεδρίαζε η κεντρική επιτροπή του ΚΚΣΕ για τα κρίσιμα ζητήματα της περιόδου.
Στις ιστορίες του, είτε αυτές ήταν ακαδημαϊκές, στη διάλεξη και στο μάθημα, είτε σε μικρότερα ακροατήρια, στις μπύρες και τους καφέδες, περνούσε όλος ο 20ος αιώνας, αλλά και πιο πίσω. Μιλούσε για τους φίλους και τους συντρόφους του, τον Λαοκράτη Βάσση, τον Αλέκο Σόφη, τον Πολύκαρπο Κατσουλίδη και για τις μέρες της χούντας στα Ιωάννινα. Διηγούνταν πώς ο καφετζής στο Κουρμανιό είχε διαμηνύσει «μάζεψε τους μικρούς» στον πατέρα του, όταν επίκειντο συλλήψεις. Ένας από τους συλληφθέντες ήταν και ο Λάκης, που εξιστορούσε το πώς ο Κώστας Μπέγκας, ο πατέρας του Θωμά, έδινε δουλειά στο γραφείο του, στους διωκόμενους από τη χούντα. Μιλούσε ακόμα για τον Μοσκώφ και το έργο του, για τους Αιγυπτιώτες και τους Κρήτες και την παρακαταθήκη τους. Για τον Βρανούση και το «πώς του φέρθηκαν» οι ακαδημαϊκοί, αλλά και για τον Μίκη, τον Χαρίλαο, τον Αντρέα, όλοι τους με γνωστά επώνυμα.
Και όταν τελείωναν οι ιστορίες, ξεκινούσε πάλι το χαρούμενο χάος, ανάμεσα στις ντάνες εφημερίδων, στα απίθανα αρχεία που συγκέντρωνε κατά καιρούς, στις εκδόσεις που ενίοτε προκαλούσαν έκπληξη με την εκτιμούμενη δια πρώτης ματιάς σπανιότητα, στα απέραντα αποκόμματα και σημειωματάρια, στα χαρτιά για την υποστήριξη του διδακτορικού που δεν βρίσκονταν πουθενά (πού να βρεθούν μέσα στο έντυπο πέλαγος άλλωστε...) και ξανατυπωνόντουσαν τελευταία στιγμή, στο κοστούμι που πάντα ήταν έτοιμο σε κρεμάστρα σε ένα από τα διαδρομάκια, γιατί δεν ξέρεις πού και πότε μπορεί να χρειαστεί να είσαι επίσημος, κ.ο.κ.
Ο Λάκης ήταν δέσμιος των τρομερών προτερημάτων του, αλλά και των αδυναμιών του. Στις καλύτερες και στις χειρότερες στιγμές όμως, τουλάχιστον για όσους και όσες τον γνωρίσαμε ως καθηγητή, ήταν ο δάσκαλος που σου μάθαινε πάντα κάτι, είτε ήσουν 18, είτε 40, είτε 100 χρονών.
Ο Απόστολος, ο Λάκης, έφυγε χτες. Πήρε μαζί του μερικές από τις καλύτερες αναμνήσεις μας, για να μας θυμάται…
(φωτό: Το Εργαστήριο Ιστορίας Νεότερης Ελλάδας στο Νηπιαγωγών Ιωαννίνων, κάπου το 2015-16)