«Η βόμβα είχε σκάσει ακριβώς στο κατώφλι της πόρτας του ενός από τα δύο χειρουργεία, αφού τρύπησε στέγη, ταβάνια και πατώματα τσιμεντένια» αναφέρει ο γιατρός Πέτρος Αποστολίδης στο βιβλίο του «Όσα θυμάμαι». Ήταν Κυριακή του Πάσχα, 20 Απριλίου του 1941.
Τη μέρα εκείνη που γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν το 2ο στρατιωτικό νοσοκομείο της πόλης των Ιωαννίνων, που στεγαζόταν σε πτέρυγα της τότε Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας, παρά τον ευδιάκριτο κόκκινο σταυρό που υπήρχε στην οροφή του κτιρίου. Ένας σφοδρός βομβαρδισμός που έγινε λίγο πριν την υπογραφή της συνθηκολόγησης στο Βοτονόσι και που προκάλεσε ένα μεγάλο σοκ στη γιαννιώτικη κοινωνία. Ένα γεγονός που έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη των Ιωαννίνων.
Πάνω από 50 άνθρωποι σκοτώθηκαν εκείνη την Κυριακή του Πάσχα –γιατροί, όπως ο Ξενοφών Κοντιάδης, καθηγητής Χειρουργικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, και ο διευθυντής του νοσοκομείου, αρχίατρος Γιώργος Μαρκάκης, στρατιώτες, νοσηλευόμενοι και έξι αδελφές νοσοκόμες.
Ο «Τύπος Ιωαννίνων» δημοσιεύει τη γραπτή μαρτυρία ενός ανθρώπου που βίωσε τον βομβαρδισμό. Ο Βασίλης Μπέχλης (1919-2010) κατέγραψε το βίαιο γεγονός του βομβαρδισμού του νοσοκομείου, όπου υπηρετούσε τότε ως στρατιώτης στη Γραμματεία, στο ημερολόγιό του. Τότε ήταν μόλις 22 ετών.
Αργότερα, με τη λήξη του πολέμου, θα συνέχιζε την εργασία του ως δάσκαλος. Οι μνήμες του πολέμου όμως, όπως προκύπτει και από τις μεταγενέστερες σημειώσεις του στο ημερολόγιο, τον συνόδευαν σε όλη του τη ζωή.
Το ημερολόγιο του παραχώρησε στον «Τύπο» ο γιος του, ο Πέρος Μπέχλης.
Μεγάλη Παρασκευή 18 Απριλίου: Ο Βασίλης Μπέχλης περιγράφει την αγωνία και τον φόβο για την επικείμενη υποδούλωση βάσει των πληροφοριών, αληθινών και μη, που φτάνουν στα αυτιά των κατοίκων: «Λίγες ώρες ελεύθερης ζωής μάς απομένουν ακόμα. Αυτό το καταλαβαίνουμε όλοι, αλλά κανένας δεν θέλει ή δεν μπορεί να το ομολογήσει. Όλοι είμαστε σκεπτικοί και αμίλητοι».
Στο στρατιωτικό νοσοκομείο, οι αδελφές νοσοκόμες στολίζουν έναν επιτάφιο («πού βρήκαν αλήθεια αυτό το κουράγιο;»). Ο παπα-Σπύρος και ο διάκος από τη Μητρόπολη τελούν την ακολουθία. Γίνεται η περιφορά του επιταφίου στους διαδρόμους και τους προθαλάμους του κτιρίου. «Ακολουθούμε όλοι βαθιά συγκινημένοι. Οι νοσηλευόμενοι ανασηκώνονταν στα κρεβάτια τους κι έκαναν το σταυρό τους» γράφει.
Κυριακή του Πάσχα
«Η Κυριακή του Πάσχα ξημερώνοντας δεν ξεχώριζε σε τίποτα από τις προηγούμενες μέρες, η ίδια νευρικότητα, η ίδια αγωνία, τίποτα δεν μαρτυρούσε την επικείμενη συμφορά. Κατά τις 10 χτύπησε η σειρήνα συναγερμό. Συνηθισμένα πράγματα. Όλη η Μεγάλη Εβδομάδα πέρασε με αλλεπάλληλους συναγερμούς. Αντιαεροπορικά καταφύγια το νοσοκομείο δεν είχε. Όλοι πιστεύαμε πως οι κόκκινοι σταυροί της ταράτσας και της αυλής θα μας προστάτευαν από τους βομβαρδισμούς, σύμφωνα με τους διεθνείς νόμους και τους κανόνες του πολέμου. Άλλωστε και να υπήρχαν καταφύγια, ποιος θα πρωτοέμπαινε σε αυτά; Το προσωπικό θα μπορούσε να το κάνει, αλλά οι νοσηλευόμενοι όχι» γράφει.
Στο κτίριο του στρατιωτικού νοσοκομείου είχαν καθιερωθεί ως πιο ασφαλείς χώροι από βομβαρδισμούς το «καφενείο» κάτω από τη σκάλα, όπως αναφέρει, και τα χειρουργεία. Στο πρώτο, πήγαιναν συνήθως οι στρατιώτες.
Ο τελευταίος συναγερμός: «Δεν πέρασε πολλή ώρα και ξαναχτύπησε η σειρήνα. Τρέξαμε πάλι, ο ένας κοντά στον άλλον, στο ‘καταφύγιο’ […]. Είμαστε πάνω από εκατό άνθρωποι, στριμωγμένοι σε αυτόν τον στενό χώρο.
Σε λίγο ακούστηκε βόμβος αεροπλάνων που πλησίαζαν κι αμέσως οξύ, δαιμονισμένο σφύριγμα σειρήνας που πλησίαζε και απομακρυνόταν.
Παγώσαμε όλοι. Οι ομιλίες και οι ψίθυροι σταμάτησαν. Λουφάξαμε. Κολλήσαμε ο ένας πάνω στον άλλον, με κομμένη την ανάσα. Ο βόμβος των αεροπλάνων και οι συριγμοί των σειρήνων έγιναν τώρα πιο φοβεροί. Πόσο βάσταξε η διακύμανση αυτή, κανείς δεν μπορεί να το ξέρει. Και στη στιγμή, φοβερός κρότος από έκρηξη βόμβας κι αμέσως άλλος, κάπου κοντά μας.
Το κτίριο ταρακουνήθηκε συθέμελα και οι μεγάλοι, αδειανοί και ψηλοτάβανοι χώροι αντιβούησαν. Τα φώτα έσβησαν. Ποιος να μετρήσει τους αιώνες που πέρασαν από πάνω μας και ποιος να περιγράψει την αγωνία μας στους αιώνες αυτούς!»
Η ώρα της κρίσεως: «Μια φωνή βραχνή μα δυνατή τάραξε τη βουβαμάρα μας. ‘-Νοσοκόμοι… - Τραυματιοφορείς… στις θέσεις σας’. Ήταν η φωνή του επιλοχία αυτή. Και κοντά της ερχόταν κι ο ίδιος. Στάθηκε ξαναμμένος κι αγριωπός στο άνοιγμα που οδηγούσε στον διάδρομο.
Ένα συρτόηχο βουητό, χωρίς καμία άρθρωση, σάλεψε κυματιστά, σαν τα στάχυα που τα φύσηξε δυνατός αέρας. Όμως η κίνηση δεν έγινε προς το μέρος του επιλοχία, προς την έξοδο. Πήγε αντίθετα.
Όλοι στριμωχτήκαμε προς τον τοίχο πίσω μας.
Προσπαθήσαμε με μια κίνηση σαν από ένστικτο καμωμένη να κρύψωμε τα πρόσωπα μας, από το κοφτερό, το αμείλικτο βλέμμα του επιλοχία. Σκύψαμε τα κεφάλια μας και καθένας προσπαθούσε να χωθεί ανάμεσα στους άλλους.
Ο επιλοχίας κατάλαβε καλά τη σημασία της κίνησης αυτής.
-Τι μαζεύεστε έτσι μωρέ; Δεν ακούτε που σας διατάσσω;
Κανείς δεν κινήθηκε, κανείς δεν έβγαλε άχνα. […]
Είχαμε γίνει όλοι μια μάζα και κανένας δεν διαμαρτυρόταν για κακοπάθεια από το στρίμωγμα.
Ήταν μια επιθυμία που την υπαγορεύει το ένστικτο. Πιστέψαμε για λίγο πως όσο πιο πυκνή γινόταν η μάζα γύρω από τον καθένα μας, τόσο πιο αδιαπέραστη θα ήταν. Έτσι θα είμαστε πιο ασφαλείς από τον κίνδυνο που μας απειλούσε. Αν ερχόταν το κακό, θάβρισκε πρώτα τον διπλανό μας και ίσως σταματούσε σε εκείνον. Έτσι δεν θάφτανε σε μας.
Έβγαλε τότε ο επιλοχίας με μια γρήγορη κίνηση την ζωστήρα του, έπιασε τις δύο άκρες της με το δεξί του χέρι κι έκανε ένα βήμα μπροστά.
-Ο κόσμος σκοτώθηκε και εσείς μαζεύεστε στην άκρη, στις γωνίες… εμπρός… γρήγορα στις θέσεις σας.
Ανέμισε μια δύο φορές τη ζωστήρα, κι έκανε μια κίνηση να ορμήση πάνω στη μάζα.
Τότε κάποιος από μας –μάλλον αξιωματικός ήταν- κινημένος από το λόγο τούτον του επιλοχία, βρήκε τη δύναμη να ρωτήσει.
-Μα τι έγινε επιτέλους;
-Τι έγινε… Στα χειρουργεία δεν έμεινε τίποτα κι εσείς μαζεύεστε στις άκρες;
Ένα μακρόσυρτο βουητό, σαν κουρνιαχτός, σηκώθηκε για δεύτερη φορά, μα δεν ξεχώρισε μια λέξη… Στα χειρουργεία… Δεν χρειάστηκε να δουλέψει η ζωστήρα του επιλοχία.
Κι αν είχε πει τον λόγο αυτόν από την αρχή, δεν θα χρειαζόταν δεύτερος. Θα γινόταν ό,τι έγινε τώρα.
Όλη εκείνη η συμπαγής μάζα χαλάρωσε μονομιάς. Τώρα σπρώχνονται όλοι προς την έξοδο. Ένα ρίγος νιώθω να διαπερνά όλο μου το κορμί, από το κεφάλι ως τα δάχτυλα των ποδιών. Μήτε ο φόβος του κινδύνου μήτε το ένστικτο μπορούν να μας κρατήσουν.
Δίπλα μας λίγα μέτρα πιο πέρα, στην ίδια πτέρυγα του νοσοκομείου, ήταν τα χειρουργεία. Εκεί λοιπόν είχαν πέσει οι βόμβες που ακούσαμε πριν λίγη ώρα, κι είχαν ταρακουνήσει όλο το κτίριο του νοσοκομείου [...].
Απ' αυτά λοιπόν τα χειρουργεία δεν έμεινε τίποτα, είπε ο επιλοχίας. Και φυσικά και οι άνθρωποι που βρίσκονταν μέσα, οπωσδήποτε σκοτώθηκαν.
Ποιος τώρα μπορούσε να αρνηθεί το καθήκον του που ειναι η βοήθεια που απαιτούν οι δύσκολες αυτές ώρες;
Η συναίσθηση λοιπόν του καθήκοντας που μας είχε αμφισβητήσει επιλοχίας, πριν από λιγες στιγμές, μας έσπρωξε όλους προς την έξοδο. Ελάχιστες μόνο στιγμές χρειάστηκαν για να αδειάσει ο χώρος».
Στη συνέχεια, ο Βασίλης Μπέχλης περιγράφει την εικόνα που αντιμετώπισε στα χειρουργεία, μια «εικόνα φρίκης», μια «σπατάλη αίματος».
Μέσα σε λίγη ώρα, όπως γράφει, το μεγάλο χολ της εισόδου του νοσοκομείου γέμισε με κρεβάτια, στρώματα, φορεία που κατέβαζαν οι νοσοκόμοι και τραυματιοφορείς με τους νοσηλευόμενους για να τους μεταφέρουν σε άλλο νοσοκομείο.
«Όλα αυτά γίνονταν με μια σπουδή αγωνίας και φόβου για το διπλό κίνδυνο που μας απειλούσε» αναφέρει. Ο πρώτος κίνδυνος ήταν μια βόμβα που είχε σφηνωθεί στο τσιμεντένιο πάτωμα και δεν είχε εκραγεί. Και ο δεύτερος «τα αεροπλάνα που μπορεί να ξαναγύριζαν για να αποτελειώσουν ό,τι είχαν αφήσει πίσω τους». Το νοσοκομείο άρχισε να εκκενώνεται.
Ανάμεσα στους νεκρούς και έξι αδελφές νοσοκόμες. «Οι τέσσερις από αυτές είχαν το βαφτιστικό όνομα ‘Ελένη’. Ο πόλεμος ήταν ανέκαθεν πράξη ανδρική, και οι θάνατος γυναικών από εχθρικά όπλα προξενεί ξεχωριστή εντύπωση και συγκίνηση»…
*Η Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία, με τον επιβλητικό της όγκο, τη δεκαετία του '30. Από το λεύκωμα του Ριζαρείου Ιδρύματος "Ιωάννινα", φωτογραφία Σπύρος Μελετζής