Χαμηλά στην κατάταξη QS Rankings βρίσκεται το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Τοποθετείται μεταξύ των θέσεων 1001-1200, από 1500 συνολικά ιδρύματα που καταγράφει η κατάταξη.
Είναι ωστόσο η πρώτη φορά που μπαίνει το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων στη συγκεκριμένη αξιολόγηση, τα τελευταία 4 χρόνια. Δεν έχει δηλαδή κάποια σταθερή θέση, στην καταγραφή του Quacquarelli Symonds, της εταιρίας αναλύσεων που εδρεύει στην Αγγλία.
Φέτος, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων είναι έβδομο από τα οκτώ συνολικά ελληνικά ιδρύματα που περιλαμβάνει η λίστα.
- Στη λίστα των Times, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων είναι φέτος στις θέσεις 801-1000 (από 2.345 καταχωρήσεις, συνολικά). Ήταν στην ίδια θέση και πέρυσι, ενώ το 2021 ήταν στις θέσεις 601-800.
- Στη λίστα της Σαγκάης, που θεωρείται κάπως πιο αντικειμενική, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων δεν συγκαταλέγεται. Στη Σαγκάη, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων συμπεριλήφθηκε το 2019 και το 2020, στην 851η θέση.
- Στη λίστα CWTS Leiden, το ίδρυμα βρίσκεται στην 713η θέση. Πέρυσι ήταν στην 602η και πρόπερσι στην 534η θέση. Το 2012, στην ίδια λίστα, το ίδρυμα ήταν στην 364η θέση.
- Στη λίστα του Webometrics, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων είναι στην 701η θέση, στην τρέχουσα κατάταξη (δεν προσφέρονται συγκριτικά μεγέθη).
- Στην «πράσινη» λίστα UIGreenMetric που κατατάσσει τα ιδρύματα ανάλογα με την αλληλεπίδρασή τους με το περιβάλλον και τις πρακτικές τους, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων είναι ψηλά: 295 το 2022.
Με μια πρώτη ματιά λοιπόν, τα μηνύματα δεν είναι ιδιαίτερα θετικά ή τουλάχιστον, δεν ταιριάζουν με την «πανηγυρικότητα» δημοσιευμάτων σε ΜΜΕ, που συνοδεύουν τα αποτελέσματα ή σχετικές ανακοινώσεις των ίδιων των ιδρυμάτων.
Τα επαπειλούμενα κλεισίματα τμημάτων που δεν έχουν εισακτέους-ες καθώς η κυβερνητική μεθόδευση προς αυτή την κατεύθυνση, κινητοποιούν τις διοικήσεις να «διαφημίσουν το προϊόν τους».
Ωστόσο, (ευτυχώς) η ουσία είναι αλλού: η αξιολόγηση ενός ιδρύματος ως «καλό», «μέτριο» ή «κακό», πόρρω απέχει από τον τρόπο με τον οποίο κατατάσσουν τα πανεπιστήμια τέτοιες λίστες.
Θα πρέπει να συνεκτιμούνται παράγοντες, όπως για παράδειγμα ότι οι φορείς είναι ιδιωτικοί και χωρίς κοινή ή την ίδια αναγνώριση και αποδοχή.
Η μεθοδολογία που χρησιμοποιούν είναι επίσης ετερόκλητη και δεν βασίζεται πάντα σε ένα «κοινό σώμα» κριτηρίων, όπως για παράδειγμα αξιολογούνται οι μαθητές και μαθήτριες που δίνουν εξετάσεις για να μπούνε στις σχολές.
Πώς θα ακουγόταν, για παράδειγμα, το γεγονός ότι αρκετές σταθμίζουν ως κριτήριο την αναλογία φοιτητών-καθηγητών, για την οποία, επανειλημμένα τα μέλη ΔΕΠ διαμαρτύρονται τα τελευταία χρόνια ότι ξεφεύγει από τα ακαδημαϊκά αποδεκτά κριτήρια;
Ή ότι παλιότερα, ένα κριτήριο που ανέβαζε πολύ τη βαθμολογία ήταν οι ξένοι φοιτητές-τριες. Ωστόσο, επειδή για παράδειγμα ανατολικά ιδρύματα έχουν πολύ καλύτερη κινητικότητα και εκμεταλλεύονταν γεωπολιτικές ιδιαιτερότητες και συνθήκες (πχ Κίνα-Ταϊβάν), εμφανίζονταν πολύ πιο πάνω από δυτικά ιδρύματα, όπως το ΜΙΤ.
Διαφορετικά όμως θα απαντήσει στο ερώτημα «πού είναι καλύτερα» ένας δόκτορας Φιλολογίας, διαφορετικά ένας επιστήμονας στον τομέα των νανοτεχνολογιών.
Η κριτική που ασκείται στις διάφορες κατατάξεις είναι σημαντική, ενδιαφέρουσα και σε αρκετά σημεία της δικαιολογείται. Εκτός από τις τεχνικές λεπτομέρειες, δηλαδή τις κοινά αποδεκτές παραμέτρους, υπάρχουν και οι σκοπιμότητες: η εκπαίδευση δεν είναι ένα ποσοτικό μέγεθος και δεν θα γίνει ποτέ τέτοιο.
Οπότε, οι προσπάθειες «τοποθέτησης προϊόντος» από τις επιχειρήσεις που δημιουργούν λίστες, αλλά και από τα ίδια τα ιδρύματα, στην εποχή που όλα τιμολογούνται, πάντα ενέχουν σκοπιμότητα.