Η Τετάρτη 15 Ιουνίου ήταν η «ιντελεκτιουέλ» μέρα του Release festival. Ήταν ταυτόχρονα η μέρα με ένα από τα ισχυρότερα συναυλιακά θέλγητρα στην Ελλάδα, τον Nick Cave και τους Bad Seeds.
Και γι αυτό, θα σπάσει η δεδομένη ανάπτυξη συναυλιακού κειμένου, πηγαίνοντας από το τέλος προς την αρχή.
Ο Cave είναι ένα τεράστιο μουσικό και συναυλιακό κεφάλαιο. Μπορούν να ειπωθούν πολλά: ότι οι Seeds δεν είναι πια η αδιανόητου μεγέθους υπεργκρουπάρα που μάζευε στην ίδια πίστα τον Μπάρι Άνταμσον, τον Χάρβι, τον Κιντ Κόνγκο, τον Μπλίξα και τον Μπάρι Άνταμσον (όχι, δεν είναι λανθασμένη η διπλή αναφορά). Ότι τα άλμπουμ είναι πλέον πολύ ενδοσκοπικά και μοιάζουν να οδηγούν τον Άγιο Νικόλαο των Βράχων (ολογράφως: του ροκ) μακριά από τις μετα-πανκ φουρτούνες του παρελθόντος, ακόμα και τις τεράστιες πιο μέινιστριμ επιτυχίες που ήρθαν αργότερα.
Πολλά μπορούν να ειπωθούν. Συν ένα: ότι ο Cave στα live του συνεχίζει να περπατάει επί του κοινού. Κυριολεκτικά.
Τετάρτη βράδυ στην πλατεία Νερού επέστρεψε σε ένα κοινό που τον σηκώνει πάντα ψηλά, για να μοιραστεί μαζί του την ειλικρινή μελαγχολία, καθώς μην ξεχνάμε ότι ο τύπος πλέον έχει περάσει τα πάνδεινα και έχει υποστεί όλες τις απευχόμενες απώλειες, αλλά και να κάνει πλάκα και να ξαναδείξει πώς γίνεται η φάση. Μαζί με τους Seeds που παραμένουν μουσικό φόβητρο, με τις παλιοσειρες Σκλαβούνο, Γουάιντλερ και Κάσεϊ, τον σχετικά φρέσκο Βιέστικα στην κιθάρα, όλη τη γραμμή υποστήριξης στα (γκόσπελ) φωνητικά και φυσικά, τον Ουόρεν Έλις που αφενός είναι απίθανος, αφετέρου είναι πλέον κανονικός εθνικός δρυμός.
Το setlist δεν ήταν αυτό που θα έκανε έναν die hard οπαδό της μπάντας να πέσει στη θάλασσα, στην κορύφωση του live, αλλά ουδεμία σημασία φέρουν οι τίτλοι. Ξεκίνησε με πολύ Abbatoir Blues και Ghosteen, με πολλές αληθινά συγκινητικές στιγμές, που πάντα όμως έμοιαζε να τις ξορκίζει ο ίδιος με μια υποδόρια ειρωνεία και χιούμορ.
Μετά, πέρασε στα πιο ζόρικα μονοπάτια για να φτάσει στο κορυφαίο τραγούδι που έχει γράψει αυτός ο άνθρωπος: στο Tupelo, που στις τρεις δεκαετίες που παρακολουθώ live του, δεν θυμάμαι να το έχει ξαναπεί με τον συγκεκριμένο, καθηλωτικό τρόπο. Το έχει πει με πιο επιθετικό, πιο διαπεραστικό, πιο γρήγορο, αλλά με τόσο καθηλωτικό, όχι.
Φυσικά, δεν θα μπορούσε να λείπει το Red Right Hand και σχεδόν κολλητά, το Mercy Seat και ένα οριακά σατανικό Higgs Boson Blues.
Και μετά, ο Cave κορύφωσε τα πάντα, ακόμα και σε κομμάτια που θεωρητικά δεν προσφέρονται για ροκενρόλ μακελειό. Ακόμα και το Into my arms, η τόσο γνωστή μπαλάντα πήρε άλλη ώθηση στο encore, αλλά κυρίως, το Vortex. Αυτό το καταπληκτικό και σχετικά άγνωστο κομμάτι που «έβγαλε από το καπέλο» ο Cave σχετικά πρόσφατα.
Και αυτές τις σχεδόν 2 ώρες, ο Cave ζήτησε από τον Σκλαβούνο να του πει τι σημαίνει «Massacre» στα ελληνικά, εξομολογήθηκε ότι και ο ίδιος παιδί είναι και εκτιμάει ότι το ίδιο είμαστε όλοι-ες μας, αλλά και ότι του λείπει ο Μπλίξα και κάθε μέρα που περνάει χωρίς αυτόν είναι βάσανο (ρε λες;), απαντώντας στις ερωτήσεις του κοινού.
Ο Nick Cave δεν είναι απλά ένα τεράστιο μουσικό κεφάλαιο. Το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος που πάει σε συναυλίες, είναι να πει «εντάξει, δεν μου αρέσει και τόσο» και να προσπεράσει αυτό τον μουσικό κυκλώνα, χωρίς να τον δει ούτε μια φορά.
Την επόμενη φορά, μην κάνετε το ίδιο λάθος.
Οι υπόλοιποι
Η ιντελεκτιουέλ μέρα που λέγαμε, είχε άλλες δύο μεγάλες εμφανίσεις. Αφενός, τους Fontaines DC, που θα περιμένουμε να παίξουν και headliners προσεχώς, για να χωρέσουν περισσότερα κομμάτια στη λίστα τους. Οι τύποι που βρίσκονται σε δημιουργική κορύφωση με το εξαιρετικό Skinty Fia ήταν και επί σκηνής πάρα πολύ καλοί, έστω και «παλεύοντας» με την κατάρα κάθε καλοκαιρινού live, την απουσία… νύχτας. Αν έχεις γράψει ένα από τα καλύτερα κομμάτια της δεκαετίας, το Boys in the better land (και το Hurricane laughter) δεν καταλαβαίνεις από τέτοια.
Αφετέρου, τους Mogwai. Οι Σκωτσέζοι είναι ένα επίσης ξεχωριστό μουσικό κεφάλαιο και μια μπάντα που κινείται εύκολα από το post μέχρι το doom (ναι, το doom) και όσο «δύσκολοι» και να μοιάζουν, είναι τελικά τρομεροί.
Το live άνοιξαν οι Royal Arch και οι Sugar for the Pill, μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ελληνικές μουσικές περιπτώσεις.
(photo credit: Release festival)