Πριν από μια τετραετία και κάτι, ο σημερινός δήμαρχος Μωυσής Ελισάφ ίδρυε, μαζί με τότε και σήμερα συνεργάτες του, καθώς και άλλο κόσμο των Ιωαννίνων (γιατρούς, εκδότες, εργαζόμενους, πανεπιστημιακούς), τον Όμιλο Πολιτικού και Κοινωνικού Προβληματισμού.
Το think tank αυτό έκανε μια σειρά εκδηλώσεων, μερικές εκ των οποίων ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες. Ταυτόχρονα, έκανε και αυτό που κάνουν τα think tanks: δημιούργησε τον «πολιτικό χώρο» για μια μελλοντική διεκδίκηση.
Στις 2 Ιουνίου 2019, ο κ. Ελισάφ έγινε δήμαρχος Ιωαννίνων, με διαφορά μόλις 235 ψήφων από το δεύτερο, Θωμά Μπέγκα. Η μεγαλύτερη πολιτική νίκη του κ. Ελισάφ, ήταν ότι η αναφορά στην εκλογή του γινόταν στο συμβολισμό της ίδιας της νίκης και όχι σε αυτή την οριακή διαφορά.
«Ο πρώτος Εβραίος δήμαρχος στην Ελλάδα», ήταν τίτλος που γράφτηκε σε ελληνικά και ξένα ΜΜΕ. Τα Γιάννενα «έπαιζαν» παντού, χάρη στο νέο τους δήμαρχο, από την τελευταία φοιτητική ιστοστελίδα μέχρι τους New York Times. Ο κ. Ελισάφ θα μπορούσε να γίνει ο απόλυτος πολιτικός κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Δεν έγινε.
Η προεκλογική εκστρατεία πέρυσι, ήταν αρνητική, δεν διέφερε δηλαδή από τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται η πολιτική στην Ελλάδα, ειδικά την τελευταία δεκαετία. Η σημερινή δημοτική αρχή ήταν ιδιαίτερα επιθετική προς τη, ράθυμη γενικά, προηγούμενη δημοτική αρχή. Για τις περισσότερες παρατάξεις, ο προεκλογικός λόγος χαρακτηρίστηκε από όλα τα… παραδοσιακά ελληνικά στοιχεία, είτε από συνολικές και προσωπικές επιθέσεις επί παντός επιστητού, είτε από μια γενικόλογη «ουδετερότητα» χωρίς ιδιαίτερο πολιτικό περιεχόμενο, είτε από λανθασμένα «επικοινωνιακά κόλπα», είτε από πιέσεις κ.ο.κ.
Ειδικά η παράταξη του δημάρχου, δημιούργησε όλες τις προϋποθέσεις ώστε να μην υπάρχουν «γέφυρες» με τις παρατάξεις που θεωρητικά, είχε περισσότερα κοινά σημεία. Στηριζόμενη διακομματικά, από ένα σημαντικό κομμάτι του χώρου του ΠΑΣΟΚ και ένα αντίστοιχο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και με την αποδοχή από τη ΝΔ σε ηγετικό επίπεδο, η παράταξη του νέου δημάρχου θεωρούσε ότι έχει τον κόσμο στα χέρια της.
Δεν τον είχε.
Το πρόβλημα δεν ήταν ούτε ο ελλιπής νόμος Σκουρλέτη, ούτε οι αντιδημοκρατικές παρεμβάσεις Θεοδωρικάκου. Το dura lex sed lex για την εξουσία ισχύει μόνο όταν τη συμφέρει, μην το ξεχνάμε αυτό.
Η νέα δημοτική αρχή που ανέλαβε ευθύνες την 1η Σεπτεμβρίου 2019 ξεκινούσε από μειονεκτική θέση. Ήταν μειοψηφική στο δημοτικό συμβούλιο και βασικά, δεν έδειχνε να έχει εμπειρία και πρόγραμμα άμεσης δράσης. Προτιμούσε να ψέγει την αντιπολίτευση ως «ετερόκλητη», ξεχνώντας ότι η αντιπολίτευση, αξιωματική και ελάσσονα, είναι έτσι και αλλιώς ετερόκλητη και ο ρόλος είναι βασικά ελεγκτικός.
Η αδυναμία της δημοτικής αρχής να χειριστεί βασικά ζητήματα, έβαζε σε δεύτερο πλάνο τη δική της «πολιτική γεωγραφία».
Το πρόβλημα δεν ήταν ότι μικρότερες παρατάξεις μπήκανε σε μια δημοτική αρχή, καθώς πουθενά δεν αναγράφεται ότι οι μικρότερες παρατάξεις δεν μπορούν να συμμετέχουν στο πολιτικό παιχνίδι.
Ωστόσο, ο κ. Ελισάφ, επαναφέροντας το αρνητικό πολιτικό φορτίο του κ. Γκόντα, ακύρωσε και τις δικές του προ δεκαετίας πολιτικές πράξεις και αγνόησε βασικούς κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού. Και οι τρεις «εταίροι» είναι μακράν πίσω από τις προεκλογικές τους δεσμεύσεις, εκτός ίσως από τον κ. Γκόντα, τον οποίο βασικά ενδιέφερε να επιστρέψει σε μια θέση εξουσίας…
Ένα χρόνο μετά, η πόλη είναι σε αδιέξοδο. Η δημοτική αρχή ή δεν μπορεί να χειριστεί βασικά ζητήματα ή καθυστερεί, όντας θύμα της γραφειοκρατίας, της απειρίας στελεχών αλλά και του ατέλευτου εγωισμού στελεχών της, που κάποια, επιμένουν να μην συμπεριφέρονται με θεσμικό τρόπο.
Μεγάλα έργα καθυστερούν, επιστρέφονται, ακυρώνονται, καθημερινά ζητήματα αντιμετωπίζονται σπασμωδικά, οι εργαζόμενοι στον Δήμο είναι στα όρια «εξέγερσης», οι χειρισμοί στους οργανισμούς και τις επιχειρήσεις του Δήμου δημιουργούν νέους «εχθρούς», ακόμα και ανάμεσα σε «παλιούς φίλους».
Το έργο των led έχει αυτή τη στιγμή δύο (!) αποφάσεις από θεσμικά όργανα του Δήμου, οι οποίες είναι αντίθετες μεταξύ τους. Η ΔΕΥΑΙ κάνει «συγκριτικές έρευνες αγοράς» για τη λυματολάσπη, ενόσω το πρόβλημα μεγεθύνεται. Η κεντρική πλατεία, αποτέλεσμα διεθνούς διαγωνισμού έχει μπει στον «πάγο» και δεν έχουν γίνει ούτε οι «διορθωτικές παρεμβάσεις» που υποσχόταν η νυν δημοτική αρχή, στην πιο λαϊκίστικη προεκλογική στιγμή της.
Η όξυνση και η αντιπαράθεση μεταξύ δημοτικής αρχής-αντιπολίτευσης είναι τόσο μεγάλη, που δεν αφήνει περιθώρια ακόμα και να κριθεί η ουσία θέσεων της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όλες σχεδόν οι συζητήσεις έχουν μια και μοναδική διακύμανση έντασης: στο «κόκκινο», με τα επιχειρήματα να χάνονται εν μέσω φωνών, ακόμα και παραλίγο συρράξεων.
Η δημοτική αρχή δίνει την εντύπωση ότι το μοναδικό της σχέδιο, είναι οι ιδιωτικοποιήσεις. Τουλάχιστον αυτό δείχνουν οι επιλογές σε βασικές λειτουργίες του Δήμου, με αυστηρά νεοφιλελεύθερες τακτικές, προβληματικές όπου έχουν εφαρμοστεί με το συγκεκριμένο τρόπο.
Ο δήμαρχος αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη για τα προβλήματα, την ίδια στιγμή όμως σπεύδει να ρίξει τις ευθύνες, είτε στην αντιπολίτευση, είτε στο νόμο, είτε αλλού. Με την εύκολη λύση της αρθρογραφίας σε τοπικά και μη, ΜΜΕ, ακυρώνει την ίδια την ανταλλαγή επιχειρημάτων και διαλόγου που έχουν έτσι και αλλιώς πληγεί τελευταία, λόγω των πανδημικών περιορισμών και επιπτώσεων (και) στα όργανα διοίκησης.
Αρκετά στελέχη της δημοτικής αρχής προσπαθούν να διαχειριστούν επικοινωνιακά τη δική τους θέση και να τη διατηρήσουν, προβάλλοντας «προσωπικές παρεμβάσεις» που λυγίζουν συνήθως μέσα σε λίγα 24ωρα, γιατί συνολικό σχέδιο, δεν φαίνεται να υπάρχει.
Ένα χρόνο μετά, η πόλη είναι σε ένα ιδιότυπο αδιέξοδο.
Η πολιτική, σε όλες τις βαθμίδες αντιπαράθεσης και δοκιμασίας των τακτικών και των επιχειρημάτων, έχει ένα «κουσούρι»: επηρεάζεται πολύ από το ρεύμα της εποχής. Οι πιο ικανοί χειριστές της κινούνται με αυτό ή και αντίθετα σε αυτό, διαμορφώνοντας τους όρους του παιχνιδιού προς όφελός τους.
Οι συμβολισμοί του Ιουνίου του 2019 δεν μπορούν να κυβερνήσουν το 2020 και επιπλέον, το αδιαμφισβήτητο προσωπικό εκτόπισμα δεν μπορεί να αναλάβει όλη την πολιτική ευθύνη. Το νέο ερώτημα είναι αν μπορεί να αναλάβει ακόμα και τη συνοχή της ίδιας της παράταξης, από την οποία εξαρτάται και η συνοχή της δημοτικής αρχής.
Τα Γιάννενα, το 2020 παλεύουν με τα ίδια προβλήματα του 2010. Οι διαδοχικοί αυτοδιοικητικοί νόμοι δεν έκαναν «μητροπολιτικό» τον Δήμο, αντίθετα, του χρέωσαν μεγαλύτερες υποχρεώσεις από αυτές που μπορούσε να αναλάβει.
Οι υπηρεσίες είναι στα όρια της αντοχής τους, οι εργαζόμενοι-ες λιγοστεύουν και μεγαλώνουν. Δεν είναι η πρώτη φορά που χάνεται χρόνος δημοτικών θητειών, ούτε η τελευταία. Αλλά τώρα, ο εναπομείνας χρόνος πιέζει πολύ περισσότερο…