Oikonomou pisoi
ΓΙΑΝΝΕΝΑ

Δεν κινδυνεύουμε, είμαστε ο κίνδυνος (και η ελπίδα)

Εικόνα του άρθρου Δεν κινδυνεύουμε, είμαστε ο κίνδυνος (και η ελπίδα)
ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ: Κύριος Τύπος
ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 12/04/2020, 23:30
ΓΙΑΝΝΕΝΑ

Ο επίκουρος καθηγητής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Στάθης Παπασταθόπουλος γράφει στον «Τύπο Ιωαννίνων» για την πραγματικότητα του κορονοϊού


Του Στάθη Παπασταθόπουλου*

«Δεν βρισκόμαστε σε κίνδυνο, εμείς είμαστε ο κίνδυνος»

Massimo Giannini [1]

 

Oι προσωπικές αντωνυμίες δεν είναι αθώες, όπως αθώες δεν είναι και οι ταξινομήσεις ή τα μοντέλα που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε ένα φαινόμενο. Ποιες και ποιοι αναγνωρίζουμε ότι είμαστε και οι αφηγήσεις ή οι μεταφορές που κινητοποιούμε για να δώσουμε νόημα, καθορίζουν θεμελιωδώς τις αποκρίσεις μας. Μερικές ερωτήσεις που έχουν αποκτήσει το χαρακτήρα του επείγοντος, στο πλαίσιο της πανδημίας του κορονοϊού, αφορούν τις επιπτώσεις αυτής και αλλά και των μέτρων αντιμετώπισης στην ψυχική υγεία, το φόβο, το άγχος, τη θνητότητα ή την απώλεια και τους τρόπους προστασίας της ψυχολογίας ή ενδυνάμωσης της ανθεκτικότητας των ατόμων.

Συχνά τα κείμενα εκλαϊκευμένης ψυχολογίας ή ψυχολογικής συμβουλευτικής για αυτά τα ζητήματα ξεκινούν με την αντωνυμία εμείς. Η αναγνώστρια και ο αναγνώστης καλούνται να ταυτιστούν με ένα συλλογικό υποκείμενο που βιώνει μια κοινή συνθήκη, με τον ίδιο τρόπο και έχει παρόμοιες ανάγκες ή επιθυμίες ή αγωνίες. Ποιο είναι αυτό το συλλογικό υποκείμενο και πόσο κοινό είναι; Συνήθως πρόκειται για ένα άθροισμα ατόμων που είναι αναγκασμένα να παραμείνουν κλεισμένα στα σπίτια τους, όπου πρέπει να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που προκύπτουν από τους νέους περιορισμούς στις συνθήκες ζωής τους.

Εξίσου συχνά αυτά τα κείμενα συνοδεύονται από προτάσεις δημιουργικής απασχόλησης και εκμετάλλευσης του ελεύθερου χρόνου, τρόπους συνέχισης της επαγγελματικής, εκπαιδευτικής και κοινωνικής ζωής, τρόπους αντιμετώπισης της μοναξιάς, αλλά και προειδοποιήσεις για ποικίλους κινδύνους, όπως η παραπληροφόρηση, η σύγχυση κ.λπ. Πόσο κοινό ή συμπεριληπτικό είναι αυτό το υποκείμενο;

Είναι ένα μάλλον περίεργο (WEIRD) υποκείμενο, που περιγράφει κυρίως αυτό που ονομάζουμε μεσαία τάξη και ενοικεί σε Δυτικές (Western), Μορφωμένες (Educated), Βιομηχανοποιημένες (Industrialized), Πλούσιες (Rich) και Δημοκρατικές (Rich) χώρες, και είναι ακριβώς αυτό το υποκείμενο που αποτελεί τον κατεξοχήν πληθυσμό που μελετάται από την επιστήμη της ψυχολογίας [2]. Αυτό προσδιορίζεται συνήθως ως ένα άτομο που φέρει κάποιο γνωστικό σύστημα που επεξεργάζεται (περισσότερο ή λιγότερο ορθολογικά) πληροφορίες από ένα εξωτερικό (προς το άτομο) περιβάλλον (το οποίο μπορεί να είναι περισσότερο φιλικό ή εχθρικό) και αποκρίνεται ή προσαρμόζεται ανάλογα, ανταγωνιζόμενο με άλλα άτομο ως προς τους διαθέσιμους πόρους, εργασιακές θέσεις, κοινωνικούς ρόλους κ.λπ. Αυτό το άτομο, ωστόσο, είναι πολλαπλά ευάλωτο, τόσο στις αντιξοότητες του περιβάλλοντος (προς το οποίο πρέπει να αναπτύξει ανθεκτικότητα), αλλά και σε περιορισμούς του ίδιου του γνωστικού του συστήματος (τις λεγόμενες γνωστικές προκαταλήψεις).

Συνεπώς, αυτό το υποκείμενο παρότι περιγράφεται ως (ένα κυρίαρχο) άτομο, είναι δύσκολα αυτοδύναμο και εξαρτάται στενά από την καθοδήγηση ειδημόνων (όπως τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας κ.α.), αλλά και τη διακυβέρνηση, τον κεντρικό έλεγχο και ρύθμιση του περιβάλλοντος και της διαγωγής του (από τους κρατικούς θεσμούς, τις ανθρωπιστικές οργανώσεις κ.α.).

Αν αποτύχει να συναινέσει, να συμμορφωθεί ή να προσαρμοστεί προς αυτά ενοχοποιείται ή ματαιώνεται.

Η κυριαρχία αυτού του υποκειμένου στους ψυχολογικούς λόγους δεν παράγει απλώς μια μερική ή παθητική εικόνα του ανθρώπινου προσώπου, αλλά αποσιωπά άλλες μορφές υποκειμενικότητας και τρόπων ζωής που είναι λιγότερο προνομιούχες και περισσότερο ευαίσθητες στις μεταβολές των κοινωνικό-οικονομικών συνθηκών, όπως αυτές που προκάλεσε και προκαλεί η πανδημία. Αναφέρομαι, στους άνεργους, τους εργαζόμενους μερικής και περιστασιακής απασχόλησης, τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, τις γυναίκες και τα παιδιά. Δεν έχουν όλοι σπίτια για να απομονωθούν, το άγχος της οικονομικής επιβίωσης μπορεί να είναι πολύ ισχυρότερο από την ανάγκη διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου και οι έμφυλες σχέσεις εξουσίας και ανισότητας μπορεί να κάνουν την οικία πολύ λιγότερο οικεία και περισσότερο επικίνδυνη.

Η εξάπλωση του κορονοϊού ανά την υφήλιο αποκάλυψε με αδυσώπητο τρόπο ότι, όχι μόνο οι προσωπικές μας προτεραιότητες και ανάγκες δεν είναι κοινές (αλλά ούτε και ατομικές), αλλά ότι αυτές καθορίζονται ριζικά από μια σειρά κοινωνικών υποδομών σχετικών με την υγεία και τη φροντίδα, την εργασία, την ασφάλιση, την εκπαίδευση, τις μεταφορές κ.λπ., όπως και διαστάσεις όπως ο ρατσισμός και ο σεξισμός ή το στίγμα σχετικά με τις ψυχικές ασθένειες, τις αναπηρίες ή το γήρας.

Το υποκείμενο που αποκαλύπτει αυτή η προοπτική είναι λιγότερο ατομικό και περισσότερο συλλογικό, λιγότερο ψυχολογικό και περισσότερο κοινωνικό. Είναι ένα υποκείμενο που η υγεία του ή η ποιότητα της ζωής του μπορεί να διακυβεύεται ακόμα και από τα μέτρα προστασίας για τον κορονοϊό. Η προστασία ή η εξασφάλιση της ποιότητας ζωής του, συνακόλουθα, δεν μπορεί παρά να υπόκειται σε συλλογικές διαδικασίες και μέτρα. Για παράδειγμα, ένα βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει πλήθος παιδιών στον λεγόμενο αναπτυγμένο κόσμο, αφορά την διακοπή της δωρεάν σίτισης ή της ημιδιατροφής που απολάμβαναν στα δημόσια σχολεία και όχι μόνο το πώς θα διαχειριστούν τον ελεύθερο χρόνο τους. Στην Νέα Υόρκη εκτιμάται ότι αυτό αφορά σχεδόν το 70% των παιδιών [3].

Η πανδημία του κορονοϊού παρότι μπορεί να οδήγησε στην εφαρμογή στις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης (και του υπόλοιπου κόσμου) πρωτοφανών περιορισμών στις ατομικές ελευθερίες, για την προστασία της δημόσιας υγείας, την ίδια στιγμή κατέστησε αναπόδραστα ορατό ότι οι επιπτώσεις τους δεν ήταν κοινές για όλες και όλους, αλλά αυτές εξαρτώνται ριζικά από τη θέση καθεμιάς και καθενός μας εντός των πολλαπλών και διαπλεκόμενων σχέσεων ανισότητας που τα τελευταία χρόνια ενισχύθηκαν περισσότερο από τις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές (όπως ο νεοφιλελευθερισμός και οι πολιτικές λιτότητας) που ακολουθήθηκαν.

Από τις διαθέσιμες ψυχολογικές μελέτες γνωρίζουμε καλά τις σοβαρές ψυχολογικές επιπτώσεις των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση ενέχει τον σοβαρό κίνδυνο μιας μονοδιάστατης εικόνας. Οι λεγόμενες ευάλωτες κοινωνικές ομάδες παρουσιάζονται κυρίως ως προς τα αρνητικά τους χαρακτηριστικά, ως θύματα, ως ευάλωτοι, ή ως χρήζοντες βοήθεια. Υπάρχει όμως ένας μικρός αριθμός ψυχολογικών μελετών, αλλά ένα πολύ μεγαλύτερο σώμα καθημερινής εμπειρίας και γνώσης που μεταφέρεται από όσες και όσους επιβίωσαν και επιβιώνουν, που δείχνει ότι σε συνθήκες επισφάλειας, κρίσεων ή καταστροφών, οι άνθρωποι βρίσκουν το θάρρος, τους πόρους και τη δημιουργικότητα να αντιμετωπίσουν και να δώσουν λύσεις συλλογικά, συνεργατικά. Να μοιραστούν τους κινδύνους ή τις επιπτώσεις τους, να υπάρξουν γενναιόδωροι και να δημιουργήσουν κοινότητες, νέες επιθυμίες και καταστάσεις χαράς. Οι περιγραφές επιζώντων από μεγάλες καταστροφές βρίθουν από παρόμοιες περιγραφές μοιρασμένης χαράς [4].

Αυτές οι δυνατότητες που αναδύονται σε μεγάλες καταστροφές, δεν μπορεί παρά να υπάρχουν και να είναι ενεργές πριν από αυτές, να αποτελούν δηλαδή αναπόσπαστο κομμάτι των συνθηκών που υποστηρίζουν τις καθημερινές μας ζωές, ή ίσως να αποτελούν κεντρικό κομμάτι της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, κατασκευής ή μοίρας. Η αλληλεξάρτηση, η συνεργατικότητα, η αλληλεγγύη. Ίσως η ευκολία και η αμεσότητα με την οποία η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων, ανέλαβαν και κατάφεραν να εφαρμόσουν τα περιοριστικά μέτρα που επιβλήθηκαν για την αντιμετώπιση της μετάδοσης του κορονοϊού, να αποτελούν την καλύτερη μαρτυρία.

Κανείς δεν μπορεί να υποτιμήσει τη σημασία της αξίας και του ρόλου της ατομικής ευθύνης, αλλά μήπως η αξία που κινητοποιεί ευρύτερα είναι η αλληλεγγύη, η οποία παράγει σχέσεις μεταξύ ισότιμων;

Ίσως οι ψυχολογίες από τις οποίες μπορούμε να αντλήσουμε για να σκεφτούμε και να ανταπεξέλθουμε στους κινδύνους της πανδημίας είναι αυτές που αποκαλύπτουν πώς κάτω από τα ερείπια που αφήνει πίσω της αυτή, βρίσκονται ενεργές οι δυνατότητες για το ξεπέρασμα της. Η πανδημία δηλαδή μπορεί να ιδωθεί ως ένας βιολογικός, αλλά μπορεί να αντιμετωπιστεί και ως μια κοινωνική συνθήκη, ως κάτι δηλαδή που ίσως απαιτεί όχι μόνο υγειονομικά μέτρα, όχι μια ακόμα επιστροφή στην κανονικότητα, αλλά μια ενεργοποίηση εκείνων ακριβών των συλλογικών, διαπροσωπικών, κοινών πρακτικών που συγκροτούν τις συνθήκες δυνατότητας για κάθε είδους κανονικότητα, ή κοινωνικότητα θα έλεγα προτιμότερα.


[1] http://www.journal-psychoanalysis.eu/coronavirus-and-philosophers/#_edn2

[2] Henrich, J., Heine, S., & Norenzayan, A. (2010). The weirdest people in the world? Behavioral and Brain Sciences, 33(2-3), 61-83.

[3] https://www.vox.com/2020/3/10/21171807/coronavirus-schools-closed-closing-covid-19-kids

[4] Solnit, R. (2009). A paradise built in hell: The extraordinary communities that arise in disaster. NY: Viking.


* Ο Στάθης Παπασταθόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

ΣΧΟΛΙΑ
ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ
Ντοτη3 dodoni back