Ο Λάμπρος Μιχάλης είναι καθηγητής Καρδιολογίας και διευθυντής της Β’ Καρδιολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων. Ο «Τύπος Ιωαννίνων» συζητά μαζί του για το πώς η πανδημία επηρέασε την Καρδιολογία και το Σύστημα Υγείας, για τη νέα πραγματικότητα στα Νοσοκομεία και για τις νέες προκλήσεις στην ιατρική επιστήμη.
Πόσο έχει επηρεάσει την Καρδιολογική Κλινική η ανακατάταξη των δυνάμεων στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων λόγω της πανδημίας;
Για να επηρεαστεί πολύ το έργο μιας κλινικής πρέπει να συντρέχουν οι εξής λόγοι: Μείωση κλινών, μείωση προσωπικού κυρίως γιατί του ανατίθενται άλλες δραστηριότητες, μείωση χρημάτων και μείωση του αριθμού των ασθενών. Με βάση τα παραπάνω η Καρδιολογική Κλινική έχει επηρεασθεί αλλά νομίζω ότι κρατάει τις δυνάμεις της.
Υπήρξε λοιπόν μία λογική μείωσης των κλινών στη Μονάδα Εντατικής Παρακολούθησης Καρδιοπαθών –από τις 14 στις 10, έχουν ανατεθεί και άλλες δραστηριότητες στα μέλη της αλλά σε λογικά επίπεδα, η χρηματοδότηση έχει τηρουμένων των αναλογιών διατηρηθεί, και βέβαια υπήρξε μία μείωση του αριθμού των ασθενών, που όμως ήταν μικρότερη από το γενικό ελληνικό μέσο όρο.
Πόση ήταν η μείωση των περιστατικών;
Κατά την πρώτη περίοδο της πανδημίας, είχαμε μια μείωση κατά 25%, των επειγόντων περιστατικών καθώς και κλειστά τακτικά εξωτερικά ιατρεία. Κι όταν λέμε επείγοντα περιστατικά, εννοούμε κυρίως αυτά που έχουν σχέση με την στεφανιαία νόσο (δηλαδή το έμφραγμα). Με το δεύτερο «λοκντάουν», τον Νοέμβριο, υπήρξε και πάλι μια μείωση κατά 25% των περιστατικών της ίδιας κατηγορίας.
Εδώ θα ήθελα να σημειώσω δύο πράγματα: πρώτον ότι η μείωση αυτή είναι μικρότερη από τον πανελλήνιο μέσο όρο που έφτασε το 35% και ότι τουλάχιστον στην περίπτωση του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου, παρατηρήθηκε ότι τα περιστατικά που νοσηλεύουμε τώρα είναι μεν λιγότερα, είναι όμως αυξημένης βαρύτητας και απαιτούν αυξημένο χρόνο νοσηλείας, τόσο στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας Καρδιοπαθών όσο και στην Κλινική.
Πού οφείλεται αυτή η μείωση; Φοβόταν ο κόσμος να έρθει στο νοσοκομείο λόγω Covid-19;
Νομίζω ότι ο κόσμος και φοβάται να έρθει στο Νοσοκομείο αλλά και δυσκολεύεται. Όπως γνωρίζετε τα Νοσοκομεία στην Ελλάδα χρόνια καλύπτουν τις ανάγκες της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, που σαφώς στη χώρα μας δυσλειτουργεί. Ο φόβος λοιπόν αλλά και η δυσκολία πρόσβασης στο Νοσοκομείο οδηγούν αφενός μεν ασθενείς με οξέα καρδιολογικά προβλήματα να μην έρχονται ή να έρχονται στο Νοσοκομείο καθυστερημένα, αφετέρου δε ασθενείς με χρόνια καρδιολογικά προβλήματα να μην αντιμετωπίζονται έγκαιρα και το πρόβλημά τους να εξελίσσεται σε οξύ.
Η εντύπωσή μου είναι ότι τα παραπάνω αφορούν κυρίως ηλικιωμένους συμπολίτες μας, χωρίς να υπολείπονται και οι νεότεροι.
Πόσο δύσκολη ήταν η παρακολούθηση των ασθενών, λόγω των συνθηκών;
Κατά την πρώτη φάση της πανδημίας, όταν είχαν κλείσει και τα εξωτερικά ιατρεία, κάναμε μια προσπάθεια να είμαστε σε επαφή με τους ασθενείς με χρόνια νοσήματα. Στη δεύτερη φάση, τα εξωτερικά ιατρεία μπορεί γενικά να περιορίστηκαν, αλλά όχι τα εξωτερικά ιατρεία παρακολούθησης των ασθενών αυτών. Με τέτοιας κατηγορίας ασθενείς, είχαμε επαφή και μέσω τηλεϊατρικής.
Η τηλεϊατρική πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αποτελεί μια επένδυση για το μέλλον γιατί όντως πολλά ζητήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν με τον τρόπο αυτό. Ωστόσο η τηλεϊατρική μπορεί να είναι εύκολη για τον άρρωστο, αλλά δύσκολη για τον γιατρό. Δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση μείωση των αναγκών σε αριθμό γιατρών, αλλά ενδεχομένως να υποχρεώνει σε αύξηση του καθώς σε αύξηση ειδικής γραμματειακής υποστήριξης. Κι αυτό επειδή ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό πρέπει να απασχολείται πολλές ώρες και με συγκεκριμένους τρόπους για να είναι η παροχή ιατρικών υπηρεσιών ασφαλής.
Η καθημερινότητα στην κλινική και η διαχείριση του Covid-19. Ποια είναι η σχέση τους;
Υπήρξαν δύο φάσεις με τον Covid-19. Η πρώτη φάση ήταν αυτή που δεν υπήρχαν διαθέσιμα γρήγορα διαγνωστικά τεστ γνωστής αξιοπιστίας, και έπρεπε να περιμένουμε πολλές ώρες για να έχουμε ένα αποτέλεσμα, καθώς τα δείγματα πήγαιναν αρχικά Θεσσαλονίκη και μετά, εδώ στα Γιάννενα, που όμως έπρεπε να εξετασθούν με μεθοδολογία που έπαιρνε πολύ χρόνο. Οπότε όποιο περιστατικό θεωρούνταν ύποπτο, έπρεπε να απομονωθεί σε έναν μονόκλινο θάλαμο, να αντιμετωπιστεί σαν δυνητικά πάσχον και ολόκληρο το προσωπικό να βρίσκεται σε ετοιμότητα. Αυτό ήταν μεγάλη επιβάρυνση σε χώρους και προσωπικό.
Όταν βγήκαν τα rapid tests, υπήρξε μια μεγάλη ομαλοποίηση, καθώς η διάγνωση γίνεται πολύ γρήγορα και όσοι ασθενείς είναι θετικοί, αντιμετωπίζονται στις ειδικές μονάδες με ασφάλεια τόσο για εκείνους όσο και για το προσωπικό. Βέβαια πάντα υπάρχει η περίπτωση κάποιος ασθενής που ενώ κατά την είσοδό του στο Νοσοκομείο ήταν αρνητικός, να θετικοποιηθεί κατά τη νοσηλεία του.
Στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων υπήρξε και υπάρχει μια μεγάλη προσπάθεια επαγρύπνησης όσον αφορά την έγκαιρη διάγνωση, και τον έλεγχο ενδεχόμενης διασποράς. Γι’ αυτό και δεν χάθηκαν μάχες εκ των έσω. Εκτιμώ όμως ότι όλα εξαρτώνται από το επιδημιολογικό φορτίο μιας περιοχής. Η περιοχή μας μέχρι τώρα δεν είχε εξαιρετικά υψηλό επιδημιολογικό φορτίο, αλλά φοβάμαι ότι αυτό αλλάζει.
Επίσης να τονίσω τη σημασία που έχει ο εμβολιασμός όλου του προσωπικού των Νοσοκομείων. Ο εμβολιασμός του προσωπικού των Νοσοκομείων προφυλάσσει τους ίδιους που εργάζονται σε συνθήκες αυξημένης πιθανότητας μόλυνσης με COVID-19, αλλά και το σύνολο της κοινωνίας καθώς φαίνεται ότι οι εμβολιασμένοι έχουν μικρή πιθανότητα να διασπείρουν τον ιό σε ανήμπορους συνανθρώπους που ζήτησαν βοήθεια. Επομένως ο εμβολιασμός είναι μείζον θέμα ατομικής και κοινωνικής ευθύνης.
Είναι τα νοσοκομεία πια «νοσοκομεία της μίας νόσου»;
Σε οποιαδήποτε σύσκεψη συμμετείχα, από την πρώτη στιγμή έλεγα ότι τα νοσοκομεία θα πρέπει να χωριστούν σε νοσοκομεία COVID και σε νοσοκομεία ΟΧΙ COVID.
Η νοσηλεία και η θεραπεία ενός ασθενούς με Covid δεν είναι υψηλής τεχνολογίας. Είναι μια νοσηλεία απομόνωσης και παρακολούθησης. Κάνουμε διαγνωστικές εξετάσεις και δίνουμε συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή βάσει πρωτοκόλλων. Δεν κάνουμε περίπλοκες επεμβάσεις.
Οι παλιότεροι όταν βρίσκονταν αντιμέτωποι με λοιμώδη νοσήματα, δεν πήγαιναν τους αρρώστους σε κεντρικά νοσοκομεία. Επέλεγαν μικρά νοσοκομεία για να πηγαίνουν εκεί τους ασθενείς, χωρίς να επιμολύνεται το σύστημα.
Το γεγονός ότι όλα τα νοσοκομεία έγιναν Covid, και μάλιστα τα νοσοκομεία-ναυαρχίδες του ΕΣΥ, πιστεύω ότι υπήρξε και συνεχίζει να είναι ένα μεγάλο λάθος στον σχεδιασμό αντιμετώπισης της πανδημίας. Βέβαια είναι αλήθεια ότι το λάθος δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, αλλά παγκόσμιο. Για να συνοψίσω, η άποψή μου είναι ότι έπρεπε να επιλεγεί ένα νοσοκομείο, όχι το μεγαλύτερο σε κάθε περίπτωση, για να γίνει νοσοκομείο για ασθενείς Covid-19. Γιατί οι άνθρωποι δεν έπαψαν να νοσούν από όλες τις ασθένειες που τους ταλάνιζαν μέχρι τώρα και που απαιτούν συχνά ειδικές πολύπλοκες επεμβάσεις. Είναι σημαντικό να μην επιτρέψουμε στον ιό να μολύνει το σύστημα υπηρεσιών υγείας.
Το δημόσιο σύστημα υγείας, αν και βιώνει μια υποχρηματοδότηση, καταφέρνει και κάνει επεμβάσεις υψηλής τεχνολογίας, όπως έγινε τελευταία..
Καταρχήν για να γίνουν επεμβάσεις υψηλής τεχνολογίας, χρειάζονται τρία πράγματα: υποδομές υψηλής τεχνολογίας που υπάρχουν στα δημόσια νοσοκομεία, γιατρούς που να έχουν όραμα και εκπαίδευση, και χρηματοδότηση για τα έξοδα της επέμβασης, που ως έναν βαθμό διατίθεται.
Το στοίχημα που κατά τη γνώμη μου πρέπει να κερδίσει το Δημόσιο Σύστημα Υγείας και που γίνεται επιτακτικότερο καθώς με την πανδημία έχουν τα πάντα επικεντρωθεί στην αντιμετώπισή της, είναι να βρίσκεται σε επαφή με την καινοτομία. Για να το πετύχει αυτό, πρέπει αφενός τα ήδη υπηρετούντα στελέχη να εκπαιδεύονται διαρκώς, αφετέρου να μπορεί να προσελκύσει επιστήμονες που είναι ήδη εκπαιδευμένοι κυρίως σε χώρες του εξωτερικού.
Το τελευταίο έχει πολλαπλά οφέλη καθώς κάνει πραγματικότητα τo «brain gain» και ταυτόχρονα βοηθά στο να μεταφερθούν στη χώρα μας νοοτροπίες, εμπειρίες και δεξιότητες που είναι απαραίτητες για να είμαστε σε επαφή με τη σύγχρονη ιατρική πρακτική. Σε αντίθετη περίπτωση, η χώρα θα υποβαθμιστεί ιατρικά και οι σύγχρονες ιατρικές πρακτικές θα μπορούν να προσφέρονται αποσπασματικά μόνο στον ιδιωτικό τομέα.
Μολονότι είναι σημαντικό να προσκαλέσεις την Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης για μια παράσταση στα Ιωάννινα, είναι άπειρα σημαντικότερο και δυσκολότερο να φτιάξεις στα Ιωάννινα μια Ορχήστρα που να δίνει παραστάσεις στους ίδιους διεθνείς χώρους με εκείνους που δίνει παραστάσεις εκείνη της Νέας Υόρκης και να τη συναγωνίζεται.
Ποια αλλαγή εκτιμάτε ότι φέρνει στην ιατρική επιστήμη η πανδημία;
Αρχικά υπάρχει μία αλλαγή που υπήρχε και πριν την επιδημία και δυστυχώς δεν την έχουμε επαρκώς ενσωματώσει στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας της χώρας μας.
Θα την πω με απλά λόγια. Η ιατρική επιστήμη έχει καταφέρει πολλά. Πρέπει να «αγωνιστεί» περισσότερο όμως για ένα πράγμα: για τη μείωση της έκτασης του χειρουργικού τραύματος. Ο άνθρωπος δεν υποφέρει από την επέμβαση που έγινε σε ένα όργανο, αλλά από το χειρουργικό τραύμα. Όσο πιο μικρή είναι η έκταση του χειρουργικού τραύματος, τόσο μειώνεται ο χρόνος αποθεραπείας και νοσηλείας. Αυτό γίνεται εξαιρετικά σημαντικό κατά τη διάρκεια της πανδημίας που απαιτούνται δυνάμεις του Συστήματος Υγείας για την αντιμετώπιση του COVID 19, ενώ παραμένει επιτακτική η αντιμετώπιση των υπολοίπων ασθενών.
Αυτό που άλλαξε πολύ εξαιτίας της πανδημίας, δηλαδή από την ανάγκη αντιμετώπισης ενός έντονα διαδιδόμενου νοσήματος και που πιστεύω ότι θα το ξαναζήσουμε, είναι η έννοια του φαρμάκου. Το τι πιστεύαμε ότι είναι ένα φάρμακο. Μέχρι πρόσφατα το φάρμακο στηριζόταν κατά κύριο λόγο στη χημική βιομηχανία. Τώρα πια στηρίζεται στη βιοτεχνολογία. Έχουμε πια μια εντελώς διαφορετική νοοτροπία και προσέγγισης της φαρμακολογίας και της ιατρικής.
Και μια τελευταία ερώτηση: Πόσο δύσκολο είναι το έργο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης κατά την διάρκεια της πανδημίας;
Η πανεπιστημιακή ιατρική εκπαίδευση ειδικά στα Ιωάννινα αντιμετώπιζε εξαιρετικές προκλήσεις και πριν την πανδημία. Αυτό οφείλονταν ότι η Ιατρική Σχολή ήταν μία νέα σχολή και δικαίως αναπτυσσόμενη σχολή. Σαν αποτέλεσμα η Ιατρική Σχολή έπασχε από υποστελέχωση, ενώ βρισκόταν σε μία διαρκή διαβούλευση όσον αφορά τις προτεραιότητές της.
Ας μου επιτραπεί μία πρόταση για το τελευταίο. Οι ιατρικές σχολές έχουν ένα τριπλό έργο: διδασκαλία, παροχή καινοτόμων ιατρικών υπηρεσιών και διαρκή αναβάθμιση των υπηρεσιών υγείας της περιοχής που λειτουργούν και έρευνα. Είναι σαφές ότι η θεραπεία και των τριών αυτών στόχων με την ίδια επιτυχία και ιδιαίτερα με τις συνθήκες υποστελέχωσης που δημιούργησε η μακροχρόνια οικονομική κρίση, είναι αδύνατη. Επομένως θεωρώντας ότι η εκπαίδευση είναι εκ των ων ουκ άνευ για μία Ιατρική Σχολή, είναι απαραίτητο να αποφασίσουμε εάν θα στοχεύσουμε στην έρευνα ή στο κλινικό έργο, χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι θα εγκαταλειφθεί κάποιο από τα δύο.
Η εκπαίδευση των φοιτητών είναι εξαιρετικά απαιτητική και, καθώς τα πράγματα αλλάζουν, πρέπει να εξελίσσεται. Τις δύο τελευταίες ακαδημαϊκές περιόδους λειτουργούμε σε πρωτόγνωρες συνθήκες και η εκπαίδευση μέχρι και το 5ο έτος είναι αποκλειστικά τηλε-εκπαίδευση. Σίγουρα η τηλε-εκπαίδευση είναι προβληματική όσον αφορά την εκπαίδευση των φοιτητών Ιατρικής. Είμαι σίγουρος ότι τόσο οι φοιτητές, όσο και οι εκπαιδευτές δυσκολεύονται εξαιρετικά. Είμαι πεπεισμένος επίσης ότι η όλη διαδικασία δεν είναι ιδιαίτερα αποδοτική. Έχει χαθεί επί της ουσίας ένας χρόνος. Είναι ένα παγκόσμιο θέμα, αλλά ομολογώ ότι αυτή η κατάσταση μας ξεπερνάει.
Πιστεύω ότι οι φοιτητές ιατρικής πρέπει να εμβολιαστούν κατά προτεραιότητα –κάτι που ξεκίνησε να γίνεται ήδη-, αλλά για την οριστική επίλυση του προβλήματος είναι απαραίτητο να επιτευχθούν υψηλά ποσοστά εμβολιασθέντων στον γενικό πληθυσμό και να τιθασευτεί η διασπορά στην κοινότητα. Σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να ανασχεδιάσουμε της Στρατηγικής της Ιατρικής Σχολής για να διασφαλίσουμε το μέλλον της.
Σας ευχαριστούμε πολύ.
Κι εγώ.