Της Κατερίνας Μιτοπούλου
Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης είναι συγγραφέας και καθηγητής φιλοσοφίας στη Σουηδία, χαρακτηρισμένος ως ο κορυφαίος εν ζωή συγγραφέας της.
Πολυγραφότατος, έχοντας ξεκινήσει με μια ποιητική συλλογή, έγινε ευρύτερα γνωστός μέσω των μυθιστορημάτων του. Στο πλούσιο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται θεατρικά έργα, ταξιδιωτικά κείμενα, σενάρια, μεταφρασμένα σε πολλές γλώσσες. Σημαντικά διεθνή βραβεία συνοδεύουν την εργογραφία του.
Γεννημένος στους Μολάους της Λακωνίας, έζησε τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο στην παιδική του ηλικία, μετακόμισε στην Αθήνα και πήρε και αυτός όπως και χιλιάδες άλλοι νέοι τον δρόμο της ξενιτιάς την δεκαετία του ‘60…
Η Σουηδία, παρά τις ποικίλες δυσκολίες που καλείται να αντιμετωπίσει και να διαχειριστεί κάθε μετανάστης, ανέδειξε τον άνθρωπο που ήδη υπήρχε.
Από τον τρόπο που γράφει, καταλαβαίνεις ότι η πένα υπήρχε μέσα του. Λιτή γραφή, χωρίς επιτηδευμένη δυσκολία, ειλικρίνεια στην σκέψη. Ο πόλεμος, η φτώχεια, η ξενιτειά, ο έρωτας, τα πάθη μέσα από τις δικές του λέξεις. «Οι λέξεις δεν είναι σύμβολα. Δεν ονομάζουν τα πράγματα. Είναι οι ίδιες πράγματα», θα πει ο ίδιος.
Το μυθιστόρημα του «Τιμάνδρα» εκδόθηκε το 1994 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Κάπου ανάμεσα σε εκείνα τα επώδυνα «άνοιγε κλείνε» της κοινωνίας στα χρόνια του covid, σαν ένας άλλος έρωτας στα χρόνια της χολέρας, ήρθε στα χέρια μου.
Στάθηκε η αφορμή για να ανακαλύψω τον Θοδωρή Καλλιφατίδη, να διαβάσω έκτοτε και άλλα έργα του αλλά και να ανατρέχω συχνά πυκνά στην Τιμάνδρα όπως κάνω και με έργα άλλων συγγραφέων, όταν μου λένε κάτι παραπάνω.
Τιμάνδρα…
Προσκήνιο και παρασκήνιο πελοποννησιακού πολέμου. Πρωταγωνιστής ένας. Ο άνθρωπος που αγάπησαν, μίσησαν, πόθησαν και φοβήθηκαν Αθηναίοι, Σπαρτιάτες και Πέρσες. Αλαζόνας, ικανός στρατηγός και ακόμα ικανότερος διπλωμάτης, υπερβολικά φιλόδοξος, ο Αλκιβιάδης ήξερε ότι ήταν σε όλους χρήσιμος. Προκαλεί.
Αναθρεμμένος στο περιβάλλον του Περικλή, ηγέτη της Αθηναϊκής δημοκρατίας, ακόλουθος της ζωής των Σπαρτιατών, μεγαλοπρεπής μέσα στον μυθικό πλούτο της περσικής αυλής του Τισσαφέρνη, ξέρει ότι είναι η επιτομή της φιγούρας ενός μεγάλου άνδρα και χρησιμοποιεί, όχι από τιμή απέναντι τους, τους τρόπους κάθε ενδιάμεσου γι’ αυτόν σταθμό μόνο για να πετύχει τον στόχο του. Την εξουσία.
Στο πλάι του υπάρχει η Τιμάνδρα. Η λιτή αλλά υπαινικτική γραφή του Θ. Καλλιφατίδη, σε τούτο το πρώτο του βιβλίο απευθείας στα ελληνικά, μας ξεδιπλώνει τη ζωή της ερωμένης του. Αυτή πρωταγωνιστεί στο βιβλίο του. Διαβάζοντας το σε καθηλώνουν οι αλήθειες. Στον έρωτα, στον πόθο, στη λαγνεία, στην πολιτική, στη μάχη, σε κάθε μορφή εξουσίας. Ο καθένας μας ενδέχεται να βρει είτε ψήγματα της Τιμάνδρας μέσα του, είτε ακόμα και να τιναχθεί ξαφνιασμένος από την αποκάλυψη ότι μπορεί και να είναι μια Τιμάνδρα.
Η κόρη της Θεοδότης δεν είναι μια οποιαδήποτε εταίρα. Ξέρει ότι στο πλευρό αυτού του άνδρα, του σχεδόν πάντα ερωτευμένου με γυναίκες, με άνδρες, με τα πάντα, θα οδηγηθεί στην συνειδητή χειραφέτηση της. Γι’ αυτό και τον αγάπησε με φρόνηση και όχι χωρίς έλεγχο. Για να μην καταστραφεί. Στον έρωτα στάθηκε τυχερή.
Κανείς δεν περίμενε από μια εταίρα κάτι άλλο από μια σχέση εφήμερη. Και αυτό έκανε το ταξίδι της στην απελευθέρωση, απογυμνωμένο από ηθικές, κοινωνικές συμβάσεις και δεσμά αλλά γεμάτο πανηδονιστικές καταστάσεις. Αρχικά αναρωτιόταν, εάν χορταίνουμε τις χειρονομίες στον έρωτα για να ανακαλύψει ότι υπάρχει και η έκσταση χωρίς λόγια ακόμα και χωρίς χειρονομίες. Διαπίστωσε ότι της άρεσε να δίνει και να παίρνει ερωτική ηδονή χωρίς να είναι ερωτευμένη ή να αγαπά, αλλά και όταν ήταν ερωτευμένη με κάποιον άλλο. Μόνο εκείνος όμως τέντωνε το κορμί της σαν μυθικό τόξο σε κάθε σαρκική τους ολοκλήρωση.
… «Για σένα Αλκιβιάδη δεν ήταν το ίδιο. Όλα ήταν ένας σταθμός στο ταξίδι σου για την εξουσία. Γι’ αυτό καταντήσαμε εδώ, οι δυο μας μονάχοι στην Φρυγία, σε ένα μικρό σπίτι κυκλωμένοι από εχθρούς. Τώρα μπορούν να σου πάρουν ότι έχεις αποκτήσει, δόξα, εξουσία και πλούτη. Όχι όμως ότι απόκτησα εγώ. Η αγάπη μου είναι δική μου. Η αγάπη μου είμαι εγώ»… «Θα μας σκοτώσουν, σου ψιθύρισα. Τώρα δεν μπορούν και μπήκες πιο βαθιά μέσα μου. Είναι η τελευταία μας φορά Τιμάνδρα, είπες καθώς τραβήχτηκες αργά από μέσα μου και χαμογελώντας με έσπρωξες να βγω έξω από το περικυκλωμένο πλέον σπίτι της Φρυγίας»…
Δέκα χρόνια μετά, στην ευήμερη Μίλητο, θα αναρωτιόταν εάν έκανε καλά που τον άφησε πίσω της, «έπρεπε να τον ακούσω ή να μείνω μαζί του στον θάνατο;». Διάλεξα τη ζωή, Αλκιβιάδη, και η ζωή μου δεν ήταν ανιαρή όσο και αν κάποιες νύχτες με πιάνει το κλάμα.
Μα πώς θα μπορούσε να είχε απελευθερωθεί από αυτόν, όταν αυτός ήταν η ελευθερία της;
«Μόνο πάνω στον οργασμό μου τον ξεχνούσα γιατί εκεί ήμουν μόνη και εντελώς ο εαυτός μου».
Τιμάνδρα. Κατακτιέται άραγε η αγάπη; Κι αν ναι, πώς την κρατάς για πάντα;