Η σύγκλητος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων με τη συνεδρίασή της στις 20 Ιανουαρίου, διατύπωσε τις παρατηρήσεις σε επτά σημεία του νόμου Κεραμέως-Χρυσοχοΐδη και την αρνητική της, επί της ουσίας, θέση.
Στις παρατηρήσεις αναφέρει μεταξύ άλλων ότι ο περιορισμός εισακτέων, αφενός δεν εξασφαλίζει την «είσοδο των καλύτερων», αφετέρου θα αποδυναμώσει τα τμήματα σε ένα από τα (ποσοτικά) κριτήρια των διεθνών αξιολογήσεων, καθώς και ότι το 20% των υποψηφίων, θα μείνει εκτός.
Σημειώνει ακόμα ότι δεν δέχεται τον όρο «αιώνιοι» ή «λιμνάζοντες» για τους φοιτητές-τριες του.
Χαρακτηριστικά τονίζει ότι «η οριστική διαγραφή αυτών των φοιτητών αποτελεί ένα διοικητικό μέτρο που δεν έχει προσμετρήσιμη επίδραση στο εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο, ούτε προηγούμενο στη διεθνή ακαδημαϊκή πρακτική», ακριβώς δηλαδή ό,τι ισχύει στην ακαδημαϊκή πραγματικότητα (και όχι με βάση τις πολιτικές επιδιώξεις του υπουργείου).
Διαβάστε επίσης: «Αιώνιοι» φοιτητές: μύθοι, προφάσεις και πραγματικότητα
Επίσης, διαφωνεί με την πανεπιστημιακή αστυνομία. Αντιπροτείνει σώμα φύλαξης από διοικητικούς υπαλλήλους του ιδρύματος. Σημειώνεται εδώ ότι με την πρώτη «διαθεσιμότητα», τα πανεπιστήμια είχαν χάσει πρώτα τους φύλακες, επί υπουργίας του σημερινού πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη.
Η σύγκλητος δέχεται ότι υπάρχουν περιστατικά βίας στα ιδρύματα, τονίζει ταυτόχρονα όμως ότι «στο μέτρο που του αναλογεί, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων δεν προτίθεται να υποβοηθήσει ή να συμβάλει στην υιοθέτηση μέτρων που υπονομεύουν το κλίμα ακαδημαϊκής ειρήνης, την ιδιωτικότητα, τις ελευθερίες και τα ακαδημαϊκά δικαιώματα».
Αναλυτικά, οι θέσεις της συγκλήτου του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων έχουν ως εξής:
- Ο νέος τρόπος εισαγωγής των αποφοίτων Λυκείου επί τη βάσει μιας (παραμετροποιημένης) ελάχιστης βάσης εισαγωγής δεν εγγυάται κατ’ ανάγκην την είσοδο υποψηφίων με περισσότερα ουσιαστικά προσόντα στα ΑΕΙ. Οι λόγοι είναι πολλοί - και ευρέως γνωστοί. Η απαξίωση της Γ’ Λυκείου και ο αποσπασματικός τρόπος με τον οποίο αξιολογούνται οι υποψήφιοι στις πανελλήνιες εξετάσεις ευνοούν, κυρίως, αυτούς που έχουν προετοιμαστεί κατάλληλα στην «τεχνική» του διαγωνισμού, όπως αυτή διδάσκεται στα φροντιστήρια, και όχι εκείνους που έχουν καλύτερα εμπεδωμένες γνώσεις. Επιπλέον, ακόμη και στην περίπτωση που οι εξετάσεις θα μπορούσαν να αποτυπώσουν τις (στιγμιαίες) γνώσεις των υποψηφίων, το μέτρο που εισηγείται το Υπουργείο δεν θα μπορούσε να εγγυηθεί την είσοδο των πιο ικανών στο Πανεπιστήμιο: Η πρόσβαση των υποψηφίων στα φροντιστήρια εξαρτάται εν πολλοίς από την εισοδηματική κατάσταση των οικογενειών τους, τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους και τον τόπο κατοικίας τους. Επιστρέφουμε, λοιπόν, για πολλοστή φορά στη διαπίστωση ότι η οποιαδήποτε απόπειρα ποιοτικής επιλογής νέων φοιτητών και αναβάθμισης των Πανεπιστημίων έχει ως προϋπόθεση την ουσιαστικοποίηση της Γ’ Λυκείου.
- Ο νέος τρόπος εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο οδηγεί με μαθηματική βεβαιότητα στον αποκλεισμό του 20% περίπου των σημερινών υποψηφίων. Στην πραγματικότητα, οι αποκλειόμενοι δεν έχουν άλλες ποιοτικές και γνωστικά αξιόλογες επιλογές, πέραν των απορυθμισμένων και υποχρηματοδοτημένων δημοσίων ΙΕΚ, των ιδιωτικών ΙΕΚ, των ποικιλώνυμων «κολλεγίων» και Πανεπιστημίων του εξωτερικού με μικρό ακαδημαϊκό αποτύπωμα. Η εκτροπή αποφοίτων Λυκείου προς αυτές τις κατευθύνσεις δεν υπηρετεί ούτε την αναβάθμιση των Πανεπιστημίων, αλλά ούτε και την προοπτική οικοδόμησης ενός ολοκληρωμένου συστήματος τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης. Η αναβάθμιση της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης και ο επαγγελματικός προσανατολισμός θα έπρεπε να έχουν προηγηθεί των αλλαγών στη διαδικασία πρόσβασης στα ΑΕΙ, όχι ως «εκφώνηση», αλλά ως ένα ολοκληρωμένο έργο, αναγνωρίσιμο από την κοινωνία και τους υποψηφίους. Μόνο τότε η επιλογή αυτής της οδού θα ήταν συνειδητή και όχι εξαναγκαστική, όπως γίνεται τώρα με ορισμένους απόφοιτους ΑΕΙ που απευθύνονται σε ΙΕΚ για να αποκτήσουν πλασματικές δεξιότητες και να διεκδικήσουν θέσεις εργασίας.
- Η θέση που έχει υιοθετήσει η Πολιτεία, ότι δηλαδή ο αποκλεισμός των υποψηφίων που συγκεντρώνουν χαμηλή βαθμολογία στις πανελλήνιες εξετάσεις συνεπάγεται αυτομάτως και αυτονοήτως την ποιοτική αναβάθμιση του Πανεπιστημίου, είναι εντελώς αξιωματική. Λιγότεροι εισακτέοι, και μάλιστα με τα κριτήρια που αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην καλύτερη εκπαίδευση. Η βελτίωση της εκπαιδευτικής και της ερευνητικής διαδικασίας στα ΑΕΙ έχει άλλες προϋποθέσεις, κυριότερες των οποίων είναι η επαρκής χρηματοδότηση, το σταθερό θεσμικό πλαίσιο και η ύπαρξη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού.
- Η μείωση των εισακτέων θα οδηγήσει μετά βεβαιότητος στη μείωση του αριθμού των αποφοίτων ΑΕΙ, μετριάζοντας, έτσι, ένα από τα τρία συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η χώρα στις διεθνείς αξιολογήσεις, μαζί με τη μείωση της μαθητικής διαρροής και τις καλές επιδόσεις μας στην έρευνα. Το αίτημα της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι αυθεντικό, θεμελιώδες και μη διαπραγματεύσιμο με «τεχνικούς» όρους. Εάν οι υποδομές και το προσωπικό στα Ιδρύματα δεν επαρκούν για την ικανοποίησή του, η ενδεδειγμένη λύση δεν είναι ο περιορισμός των εισακτέων, αλλά η ουσιαστική ενδυνάμωση των ΑΕΙ. Χωρίς σημαντική αύξηση των διαθέσιμων οικονομικών πόρων, αυτό δεν είναι πρακτικά δυνατόν.
- Μετά λόγου γνώσεως και αίσθημα ακαδημαϊκής ευθύνης, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων δεν αποδέχεται τον όρο «αιώνιοι» ή «λιμνάζοντες» φοιτητές. Αντίθετα, θεωρεί ότι η συγκεκριμένη κατηγορία περιγράφει (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων) φοιτητές επί πτυχίω, που για μια ποικιλία λόγων έχουν διακόψει τις σπουδές τους. Η οριστική διαγραφή αυτών των φοιτητών αποτελεί ένα διοικητικό μέτρο που δεν έχει προσμετρήσιμη επίδραση στο εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο, ούτε προηγούμενο στη διεθνή ακαδημαϊκή πρακτική. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, το προσωπικό του Πανεπιστημίου μας θεωρεί ότι το συγκεκριμένο μέτρο δεν πρέπει να εφαρμοστεί.
- Η Σύγκλητος διαφωνεί με την ίδρυση ειδικού αστυνομικού σώματος, με εκτελεστικές και προανακριτικές αρμοδιότητες, όπως και έδρα, εντός των ΑΕΙ. Επίσης, θεωρεί ότι η δημιουργία υπηρεσίας (ενδο-πανεπιστημιακής) ασφαλείας, που θα στελεχώνεται από διοικητικούς υπαλλήλους και θα παρακολουθεί τις κινήσεις και τη συμπεριφορά των εισερχομένων σε κάθε Ίδρυμα μέσω ειδικού εξοπλισμού, είναι ένα μέτρο γραφειοκρατικό, χωρίς πρακτική χρησιμότητα και εν πολλοίς μη υλοποιήσιμο, λόγω της αποψίλωσης του προσωπικού και της ένδειας πόρων. Πέραν αυτού, τόσο η λεγόμενη «πανεπιστημιακή αστυνομία» όσο και η υπερβολική έμφαση σε υπηρεσίες παρακολούθησης και καταστολής είναι μέτρα που δεν ικανοποιούν τις πραγματικές ανάγκες σε φύλαξη και προστασία ευαίσθητων υποδομών, οι οποίες μας απασχολούν σοβαρά. Αντίθετα, τα προτεινόμενα μέτρα δημιουργούν μια εικόνα που δεν συνάδει με τα γενικότερα κεκτημένα της ελεύθερης διακίνησης προσώπων και ιδεών ή τις ιδιαίτερες μορφές που προσλαμβάνουν η φοιτητική διαμαρτυρία και η έκφραση μειοψηφικών απόψεων εντός των ΑΕΙ. Η καταπολέμηση της παραβατικότητας και της βίας, που είναι υπαρκτές ή ακόμα και εκσεσημασμένες σε ορισμένα Ιδρύματα, μπορεί κάλλιστα να επιτευχθεί, αξιοποιώντας τη συμβατική δημόσια δύναμη (ΕΛ.ΑΣ.), που εντέλλεται από τον νόμο να παρεμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις. Στο μέτρο που του αναλογεί, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων δεν προτίθεται να υποβοηθήσει ή να συμβάλει στην υιοθέτηση μέτρων που υπονομεύουν το κλίμα ακαδημαϊκής ειρήνης, την ιδιωτικότητα, τις ελευθερίες και τα ακαδημαϊκά δικαιώματα.
- Η θεσμοθέτηση ειδικών πειθαρχικών μέτρων, που δεν περιλαμβάνονται μέχρι τώρα στους εσωτερικούς κανονισμούς που έχουν εγκρίνει οι Σύγκλητοι, ευθέως παραβιάζει το Αυτοδιοίκητο. Το Υπουργείο θα πρέπει να επιδιώξει τη συνεννόηση με τις διοικήσεις των Ιδρυμάτων, ώστε διεθνώς αποδεκτά μέτρα περιορισμού της αυθαιρεσίας και της στρέβλωσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας να προωθηθούν συντονισμένα μέσω των αρμοδίων οργάνων στα ΑΕΙ. Αυτό θα εξασφαλίσει, πέρα από την ακαδημαϊκή τους νομιμοποίηση, και την απρόσκοπτη υλοποίησή τους.
|