Ο κυβερνητικός ανασχηματισμός άφησε εντελώς εκτός, για άλλη μια φορά, βουλευτές της Ηπείρου. Αυτό βέβαια είναι το μικρότερο πρόβλημα ενός κυβερνητικού σχήματος που ισχυρίζεται ότι «απλώς επιβλέπει». Αυτό είναι άλλωστε το βασικό κυβερνητικό επιχείρημα, λχ στην περίπτωση Τριαντόπουλου, που διώκεται για τυχόν ευθύνες στα Τέμπη.
Ο ανασχηματισμός πρόσθεσε ακόμα ένα μέλος στην έτσι και αλλιώς πολύ μεγάλη κυβέρνηση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι ο εφευρέτης των ισορροπιών και συμμαχιών δια της υπουργοποίησης, είναι όμως ένας πρωθυπουργός που οι υποσχέσεις του (επιτελικότητα, ευέλικτο σχήμα) είναι αναντίστοιχες με αυτό που τελικά αποφασίζει. Ούτε σε αυτό τον τομέα είναι σκαπανέας.
Μια προσεκτική επισκόπηση του νέου κυβερνητικού σχήματος δεν οδηγεί στην «ανάδειξη των 40αρηδων» που έσπευσε να υποδείξει το σχετικό non paper, αλλά στις επιλογές –πλην της κας Ζαχαράκη που τουλάχιστον, έχει υπάρξει εργαζόμενη εκπαιδευτικός- μια άκαμπτης πολιτικά κυβέρνησης, η οποία δεν έχει αντίπαλο (ή έτσι νομίζει τουλάχιστον).
Ναι μεν ο Χρήστος Σταϊκούρας πλήρωσε τη λαϊκή δυσαρέσκεια, αλλά στην κυβέρνηση εντάχθηκε ένας εξωκοινοβουλευτικός, ο Αρίστος Δοξιάδης, ο οποίος είναι ένας από τους «διαδικτυακούς πρόθυμους» υποστηρικτές της κυβέρνησης, κήνσορας του ακραίου κέντρου, πολύ συχνά προκλητικός. Στην περίπτωση των Τεμπών, η υποστηρικτική του στάση ήταν διαβατήριο για την κυβέρνηση. Θα πει κάποιος «αν γράφεις στα social media, μπορείς να γίνεις υπουργός;».
Ναι, και το χειρότερο είναι πως ούτε αυτό το κάνει για πρώτη φορά ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Σημάδι άκαμπτης πολιτικής είναι και η επιλογή Βορίδη, του θεωρητικού ακροδεξιού της κυβέρνησης, στη θέση πολιτικής διαχείρισης της μετανάστευσης. Ούτε αυτό είναι καινούργιο πάντως, για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που θεωρεί ότι χάνοντας το κέντρο, θα κερδίσει από τα ακροδεξιότερα.
Αμετανόητη είναι και η επιλογή διατήρησης του Γιώργου Φλωρίδη στη θέση του υπουργού Δικαιοσύνης. Ο πρώην ΠΑΣΟΚ, νυν υπερ-ΝΔ υπουργός διατύπωσε μερικές από τις προκλητικότερες θέσεις σχετικά με τα Τέμπη, στην πλειοδοσία κυβερνητισμού που εκτυλίχθηκε τις προηγούμενες μέρες.
Φυσικά, για να αποδώσει αυτή η πλειοδοσία, χρειάζονται και άλλα πράγματα.
Δείτε πχ τι έπαθε ένας άλλον πρώην ΠΑΣΟΚ (και σχεδόν όλου του πολιτικού φάσματος) βουλευτής, ο Βασίλης Οικονόμου: ο κ. Οικονόμου ως υφυπουργός Μεταφορών ήταν με συνεντεύξεις του ή δηλώσεις του στην πρώτη σελίδα του Αθηναϊκού Πρακτορείου σχεδόν κάθε Κυριακή. Αυτό ωστόσο δεν ήταν αρκετό να τον κρατήσει εντός κυβερνητικού σχήματος.
Ούτε οι κοινοβουλευτικές πλειοδοσίες βουλευτών της ΝΔ από την Ήπειρο ήταν αρκετές για να τους βάλουν στην κυβέρνηση. Οι υπερβολές, οι προκλητικές τοποθετήσεις ή η… προσεκτική σιωπηλή στάση, δεν κατάφεραν να προσπεράσουν λ.χ. το μεγάλο αουτσάιντερ, τον Γιάννη Λοβέρδο, του οποίου η υπουργοποίηση ξεπερνάει σε βεληνεκές τα προεκλογικά υφυπουργικά χαρτοφυλάκια του Κίμωνα Κουλούρη επί ΠΑΣΟΚ.
Εάν όμως δεχθούμε ότι όντως ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης γίνεται με επιτελικά κριτήρια, θα πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα εάν μια ολόκληρη Περιφέρεια μπορεί να λείπει από ένα σχήμα 61 (!) ατόμων.
Οι εύκολες απαντήσεις «ναι, αλλά εσείς έχετε Πρόεδρο της Δημοκρατίας» ή ότι ο «περιφερειάρχης είναι δουλευταράς», μπορούν να σταθούν σε ένα τραπέζι καφενείου, όχι όμως σε σοβαρή συζήτηση.
Εν τέλει, ο ανασχηματισμός δεν μαρτυράει ότι ο πρωθυπουργός «πήρε το μήνυμα», ούτε καν ότι αισθάνεται αδύναμος.
Μοιάζει περισσότερο με μια άσκηση αυστηρότητας, σε συνδυασμό με την υποτίμηση των αντιδράσεων.