Ο Νίκος Σαργκάνης, εκτός από την εμφάνιση ενάντια στη Δανία, την απόκρουση στην κεφαλιά του Βλαστού και κάμποσες ακόμα σημαντικές στιγμές, άφησε πίσω του και μια ιστορική και κάπως παράταιρη φωτογραφία.
Αυτός, σε… αναμνηστική παράταξη ποδοσφαιρικής ενδεκάδας, ανάμεσα στον Μάνο Χατζιδάκι, τον Αριστείδη Καμάρα, τον Τζίμη Πανούση, τον Παντελή Βούλγαρη, τον Γιώργο Κοροπούλη, ποιητή και μεταφραστή, τον Τάκη Θεοδωρόπουλο και τον Τάσο Δενέγρη, έναν από τους λίγους εκπροσώπους του beat στην Ελλάδα.
Πού θα μπορούσε να συμβεί μια τέτοια συνάντηση και πότε;
Καταρχάς, στο μυαλό του Μάνου Χατζιδάκι, που στα μέσα των ‘80s κυκλοφορούσε μαζί με τους Θεοδωρόπουλο και Κοροπούλη το περιοδικό «Τέταρτο». Δεύτερον, τον Μάιο του 1985.
Στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού, το «Φανταστικό καφενείο» ο Χατζιδάκις φιλοξενούσε όλους τους παραπάνω, να συζητούν για το ποδόσφαιρο.
«Η περί ποδοσφαίρου συζήτηση έγινε μεσούσης της προεκλογικής περιόδου. Δεν έχει επομένως τίποτε το βεβιασμένο ή τεχνητό-όσον αφορά και στο θέμα της και στον ‘καφενειακό’ τρόπο διαπραγμάτευσής του» αναφέρει η εισαγωγή.
Από τη συνάντηση λείπουν, επίτηδες, πολιτικά πρόσωπα, «προκειμένου να επιτευχθεί μια αυθεντική ‘καφενειακή’ συζήτηση» όπως αναφέρει το περιοδικό.
Τι είπανε όλοι αυτοί όμως και κυρίως, ο Σαργκάνης;
Καταρχάς, ίσως μιλάμε για την πιο φιλοσοφική συζήτηση για το ποδόσφαιρο, καταγεγραμμένη εννοείται, μετά το ματς Ελλήνων-Γερμανών φιλοσόφων που έστησαν οι Μόντι Πάιθον.
O Χατζιδάκις μεταξύ άλλων μιλάει για τον φανατισμό και την εντύπωση που του έκανε, στο γήπεδο, ότι οι οπαδοί μπορούνε μέσα στο κρύο να αποθεώνουν και αμέσως μετά, να βρίζουν το ίδιο πρόσωπο.
Παρομοιάζει τον διαιτητή με… επιλοχία που πρέπει να τον αποκαλείς «κύριο», ενώ οι παίκτες αναφέρονται απλά με τα επώνυμά τους.
Ο Βούλγαρης έβαλε στο παιχνίδι τον Ριχάρδο τον Γ’ για να παρομοιάσει το παιχνίδι με το θέατρο και την απόσταση του θεατή από τον ρόλο και ο Χατζιδάκις αντιτείνει ότι μερικές φάσεις στη μπάλα προσφέρουν «απόλαυση την οποία στη δίνουν μόνο παλιά φιλμ του Φριτς Λανγκ».
Ο Σαργκάνης λοιπόν, υπογραμμίζει τη «λαϊκότητα» του παιχνιδιού: «Κάθε Έλληνας κάποια στιγμή έχει κλωτσήσει μια μπάλα (…) Νομίζει λοιπόν ότι έμαθε ποδόσφαιρο και όταν κάθε στην τηλεόραση νομίζει ότι ο ίδιος θα μπορούσε να το κάνει πιο σωστά, να φτάσει και να ξεπεράσει έναν επαγγελματία παίχτη».
Ο Καμάρας υποστηρίζει ότι η εξήγηση για τη σχέση του κόσμου με το ποδόσφαιρο «βρίσκεται στην ορμέμφυτη τάση να παίζουμε, να διασκεδάζουμε, να δώσουμε στον εαυτό μας ευχαρίστηση». Όσο για τον φανατισμό, συμπληρώνει: «Ο θεατής κυρίως ταυτίζεται με τον παίκτη και νιώθει ανάλογα συναισθήματα. Ο ποδοσφαιριστής όμως κινείται και εκτονώνεται, ενώ ο θεατής βρίσκεται στις κερκίδες-όλος ο ηλεκτρισμός και η ένταση του παιχνιδιού διοχετεύεται μέσα του».
Ο Δενέγρης στηρίζει την άποψη ότι το ποδόσφαιρο έχει στοιχεία κλασικού θεάματος: «Τα δύο ημίχρονα, που σημαίνει ότι κάτι που έχει συμβεί στο πρώτο, μπορεί να ανατραπεί στο δεύτερο».
Ο Τζιμάκος υποστηρίζει ότι το ποδόσφαιρο έχει «πολεμικά, επικά χαρακτηριστικά. Νομίζω ότι το άθλημα οργανώνεται αναπόφευκτα με στρατιωτικό τρόπο. Κατ’ αντιστοιχία με τον στρατό, και στο ποδόσφαιρο ο παίκτης είναι υποχρεωμένος να δεχθεί τη διαταγή του ‘λοχία’ του». Και πιο κάτω: «Μιλάμε συνέχεια για ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής ζωής. Δεν υπάρχει εντούτοις πλούσιο θέαμα. Ματς έχουμε κάθε βδομάδα, εκλογές κάθε 4 χρόνια. Απαράδεκτο».
Ο Σαργκάνης εκείνες τις μέρες είναι λίγο πριν αποφασίσει να πάει στον Παναθηναϊκό από τον Ολυμπιακό, μια μεταγραφή που πυροδότησε ακόμα περισσότερο την αντιπαλότητα στις κερκίδες των δύο ομάδων. Υπερασπίζεται τις απαγορεύσεις δηλώσεων που επέβαλαν τότε οι ΠΑΕ στους παίκτες και λέει: «Γι αυτό χρειάζεται να υπάρχει κάποιος εργοδότης δίπλα μας που συνήθως είναι έξυπνος, πετυχημένος και όταν μας απαγορεύει τις δηλώσεις πάνω σε ένα ορισμένο θέμα, ξέρει καλά γιατί το κάνει».
Για το τέλος, ο Σαργκάνης απαντάει στην ερώτηση του Κοροπούλη, για το ρόλο του τερματοφύλακα στον αγώνα: «Αυτή η θέση δεν έχει άλλο τίποτα εκτός από ζόρια(…) Κάτω από τα γκολπόστ για να ζεσταθείς πρέπει να χτυπηθείς κάτω. Οι άλλοι απλώς τρέχουν (…) Πραγματικά δεν μπορείς να κάνεις τίποτε. Εσύ περιμένεις την εκτέλεση».
(ευχαριστίες στις βιβλιοθήκες Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ΕΚΠΑ και Ιονίου για την αναζήτηση και εύρεση του αντιγράφου)