Λίγες μέρες πριν την πρώτη παρουσίαση του νέου βιβλίου «Σμύρνη, μια ιστορία που δεν γράφτηκε», ο συγγραφέας του βιβλίου, Σπύρος Γόγολος, μιλάει στον «Τύπο» για το βιβλίο, τη Σμύρνη που (δεν) γνωρίζουμε και τη συγγραφή. Τη φιλοξενία για τη συνέντευξη παρείχε το βιβλιοπωλείο «Αναγνώστης»
Τι πραγματεύεται το βιβλίο; Όχι απλώς «άλλη μια ιστορία για τη Σμύρνη», έτσι δεν είναι;
Όντως, το θέμα είναι χιλιοειπωμένο και χιλιοειδομένο. Το βιβλίο μιλάει μεν για τη Σμύρνη που έχει ενταχθεί στο δικό μας εθνικό μύθο, λόγω του ’22 και της καταστροφής και ενδεχομένως ένας αναγνώστης σκέφτεται (και δικαιολογημένα) «α, να ακόμα ένα βιβλίο για τη Σμύρνη». Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι και εξηγούμαι: στη νεοελληνική λογοτεχνία, αλλά και σε όσους ασχολήθηκαν και έγραψαν για το θέμα, υπάρχει μια ελληνοκεντρική προσέγγιση. Εστιάζουν το βλέμμα τους στο τι ωραία περνούσαν στη Σμύρνη πριν το ’22 και μετά την καταστροφή της, μένουν κυρίως στο «ωχ, τι χάσαμε εμείς». Ήταν όντως μια τεράστια καταστροφή γιατί ήρθε από το πουθενά σχεδόν. Το βιβλίο όμως διαφοροποιείται στο ότι δεν βλέπει τόσο τη Σμύρνη από την ελληνική σκοπιά. Θα έλεγα ότι…ικανοποιώ και τους εθνικιστές, ας πούμε, γιατί ο ήρωας που αναζητάει την ταυτότητά του, ανακαλύπτει ότι έχει και ελληνική καταγωγή, βοηθάει τους Έλληνες στη διοίκηση και στις μέρες της καταστροφής, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι μια αντικειμενικότερη, αποστασιοποιημένη και πιο ουδέτερη ματιά, που προσπαθεί να δείξει ότι η Σμύρνη δεν ήταν μόνο η ελληνική κοινότητα, έστω και αν αυτή ήταν η πλέον πολυάριθμη, εύρωστη κ.λπ.
Υπάρχει δηλαδή και μια συγκεκριμένη «ανθρωπογεωγραφία»
Υπήρχαν οι Λεβαντίνοι, αλλά υπήρχαν και οι Τούρκοι που αισθάνονται την καταπίεση από τους Έλληνες, στα τρία χρόνια της κατοχής. Υπήρχε επίσης ο Στεργιάδης (σ.σ. ύπατος αρμοστής της Σμύρνης 1919-1922) που προσπαθούσε να βρει ισορροπίες, με πολύ αινιγματικό ρόλο, τόσο τότε, όσο και μετά την καταστροφή. Υπάρχει ακόμα ένα μεγάλο παρασκήνιο που ούτε εγώ γνώριζα πριν μελετήσω περισσότερο την περίοδο. Το βιβλίο προσφέρει στον αναγνώστη αυτό που έγινε στους διαδρόμους της διπλωματίας στο Λονδίνο, στο Παρίσι και αλλού, αυτό ακριβώς που εξηγεί τελικά την καταστροφή.
Χρειάστηκε να κάνεις μεγάλη έρευνα για να γίνει το βιβλίο;
Μεγάλη έρευνα, αλλά και αυτοψία. Αυτό το βιβλίο πήρε γύρω στα 2 χρόνια για να γραφτεί, με επεξεργασία, διορθώσεις, αναθεωρήσεις, κ.λπ. Πέρα από την έρευνα στα βιβλία και στα αρχεία όμως, θεωρούσα υποχρέωσή μου να πάω αρκετά ταξίδια στην Τουρκία και συγκεκριμένα στη Σμύρνη. Αν δεν πάρεις τον «αέρα», την ατμόσφαιρα της πόλης, δεν μπορείς να γράψεις ένα βιβλίο για την πόλη. Για να γίνει αυτό όμως, πρέπει να έχεις επισκεφτεί την πόλη. Για παράδειγμα, περπατώντας στην προκυμαία της Σμύρνης αισθάνθηκα μια φόρτιση, όχι με την έννοια της εθνικής ανάτασης ή του εθνικού συναισθηματισμού, αλλά ανθρώπινα: εκεί χάθηκαν χιλιάδες ζωές, είτε ελληνικές, είτε άλλες. Και αυτό είναι ένα μεγάλο φορτίο. Υπήρχε επίσης η φόρτιση όταν επισκέφθηκα τα σπίτια που σώθηκαν, στα σοκάκια παράλληλα στην προκυμαία, υπήρχε η ίδια φόρτιση ακόμα όταν επισκέφθηκα τις βίλες των Λεβαντίνων. Με βοήθησαν πολύ αυτά τα ταξίδια. Ήρθα σε επαφή με ανθρώπους που είναι απόγονοι των ανθρώπων που πραγματεύομαι στο βιβλίο μου και με βοήθησαν πάρα πολύ.
Δεν είναι το πρώτο βιβλίο σου. Και το πρώτο όμως, εκτυλίσσεται στο ίδιο περίπου χρονικό περίγραμμα. Είναι συγκεκριμένη αυτή η προτίμηση;
Το προηγούμενο βιβλίο διαχειρίστηκε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και μεγαλύτερο εδαφικό χώρο. Και στα δύο βιβλία, οι δύο ιστορίες εκτυλίσσονται στην Ανατολική Μεσόγειο. Είναι ο αγαπημένος μου χώρος, ειδικά τα τέλη 19ου- αρχές 20ου αιώνα. Είναι μια περίοδος εντελώς μεταβατική, στην Ανατολή, όπου εισβάλλει πλέον η Δύση. Εισβάλλει δηλαδή ο καπιταλισμός, η βιομηχανική επανάσταση, στην οθωμανική αυτοκρατορία που πνέει τα λοίσθια και διαλύει όλους τους ιστούς, οικονομικούς, κοινωνικούς, εμπορικούς, τους δεσμούς των ανθρώπων. Αλλάζουν τα πάντα. Αυτό το μεσοδιάστημα όπου συνυπάρχουν ακόμα Ανατολή και Δύση, καπιταλισμός και τοπική οικονομία, είναι μια συναρπαστική περίοδος γιατί υπάρχει το πάντρεμα, το υβρίδιο αυτής της συνάντησης. Οι φορείς του παντρέματος ήταν κυρίως οι Έλληνες. Αυτοί έφεραν τον ευρωπαϊκό αέρα, αυτοί και οι αστοί Εβραίοι, πολλοί Λεβαντίνοι καθώς και ελάχιστοι άλλων εθνοτήτων. Θεωρώ πολύ συναρπαστική αυτή την περιοχή και συνεχίζω να ταξιδεύω εκεί, όσο επιτρέπεται τουλάχιστον, λόγω των πολλών γεγονότων και των τρομοκρατικών επιθέσεων.
Η συγγραφή τι αντιπροσωπεύει για σένα;
Τη θεωρώ χόμπι. Η συγγραφή ξεκίνησε καθαρά έτσι και μακάρι να μείνει έτσι, θέλω να το κρατήσω εκεί και να μην το δω ποτέ ως επάγγελμα, ή ιδιότητα.
Ο ήρωάς σου λέει πράγματα που έχεις εσύ στο μυαλό σου;
Πάντα ο συγγραφέας εκφράζεται μέσω του ήρωά του. Στην περίπτωση της Σμύρνης, υπάρχει κάτι ακόμα: εάν βγεις λίγο από το εθνικό αφήγημα και μιλήσεις με τους λίγους εναπομείναντες κυρίως οι αστοί είχαν ένα θέμα ταυτότητας. Ήταν Έλληνες βέβαια, δεν το συζητάμε αυτό, αλλά ήταν πολύ ανοιχτοί, δεκτικοί στο ξένο, στο ευρωπαϊκό. Πολλοί από αυτούς, κυρίως από μικτούς γάμους, είχαν θέμα ταυτότητας. Και σε πραγματική και σε θεωρητική μορφή, είτε γιατί είχαν δύο και τρία διαβατήρια, είτε γιατί αισθάνονταν κυρίως κάτοικοι της πόλης. Μερικές πόλεις έχουν ισχυρότερη ταυτότητα από τα έθνη. Ένας Νεοϋορκέζος θα σου πει «είμαι Νεοϋορκέζος», όχι Αμερικάνος, ή το αντίστοιχο θα πει ένας Παριζιάνος ή ένας Λονδρέζος. Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η Σμύρνη για τους κατοίκους της. Μέσα από τις πολλές ταυτότητες της πόλης, διάλεξα να φτιάξω έναν ήρωα που έχει και αυτός πολλές ταυτότητες. Ψάχνεται λοιπόν και η πορεία του είναι παράλληλη με την πορεία της πόλης.
Ευχαριστώ πολύ
Κι εγώ ευχαριστώ
Info
Την Κυριακή 2 Οκτωβρίου και ώρα 12:00 μ.μ. η Μαρία Στρατσιάνη και η Βάσω Μέγα θα παρουσιάσουν το βιβλίο του Σπύρου Γόγολου, «Σμύρνη, μια ιστορία που δε γράφτηκε», στο Μουσείο Αργυροτεχνίας του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς, στο Ιτς Καλέ