Καταρχάς, όλα ξεκινούν από το διήμερο σινεμά που διοργανώνει ο Δήμος Ιωαννιτών στα παλιά σφαγεία, 18-19 Ιανουαρίου, με συνδιοργάνωση του ΠΙΟΠ.
Στις 18 θα προβληθούν οι ταινίες της Μαρίας Ντούζα «Άκουσέ με» στις 19:00 και «Εξέλιξη» του Περικλή Χούρσογλου στις 21:30. Στις 19 του μήνα θα ακολουθήσουν η ταινία «Με αξιοπρέπεια» του Δημήτρη Κατσιμίρη στις 19:00 και το «Κάλεσμα του σπουργιτιού» της Βασιλικής Βλάχου (σνεαριογράφος-ηθοποιός), στις 21:30.
Όλοι-ες τους, πλην του κ. Κατσιμήρη που θα είναι όμως στην προβολή, βρέθηκαν σε ένα αρκετά απρόσμενο τραπέζι, Παρασκευή βράδυ στη «Σκάλα», για να συζητήσουν για σινεμά… άνευ πρωτοκόλλου.
Συνδετικός κρίκος ήταν ο Μιχάλης Σπέγγος, ο γιαννιώτης συγγραφέας και συναιτημόνες, διάφορος κόσμος.
Η συζήτηση αφορούσε, εκτός από τις ταινίες καθαυτές, που θα προβληθούν στο μίνι φεστιβάλ των Ιωαννίνων, σχεδόν τα πάντα γύρω από το σινεμά και δη, το ελληνικό σινεμά.
Ο Περικλής Χούρσογλου για παράδειγμα, ανέτρεξε στον τρόπο με τον οποίο βρέθηκαν τα χρήματα για την πρώτη του ταινία, τον «Λευτέρη Δημακόπουλο», της οποίας περίπου 15 λεπτά εκτυλίσσονται στη Γερμανία: «Θυμάμαι ότι είχαν έρθει τότε παραγωγοί από τα γερμανικά κρατίδια. Έκανα 13-14 αιτήσεις, έκοβα χαρτόνια, κολλούσα φωτογραφίες που τις είχα τραβήξει εγώ, έβαζα λεζάντες για τους χώρους, τις σκηνές κ.λπ. Τελικά, πήραμε 200.000 μάρκα και αυτό ‘άλλαξε’ την ταινία».
Το θέμα της παραγωγής ήταν από τα ζητήματα που συζητήθηκε αρκετά. Αναπόφευκτα, έπεσε στο τραπέζι και το «τι ζητάει ο κόσμος» και αν βλέπει ή όχι κινηματογράφο, στον κινηματογράφο.
Η κα Ντούζα έθεσε το θέμα της διανομής: «Είναι δύσκολο να βρει διανομή μια ταινία που δεν προετοιμάζεται ως εμπορική». Είπε επίσης ότι γενικά ο κόσμος δεν πάει σινεμά και ότι έχουν παίξει ρόλο σε αυτό και οι συγκυρίες (πχ η πανδημία), αλλά και οι πλατφόρμες.
Η κα Βλάχου περιέγραψε πώς χρηματοδοτήθηκε στην Αγγλία η ταινία της και είπε εμφατικά ότι «δεν θα το ξαναέκανα με τους ίδιους όρους».
Οι όροι πρακτικά είναι ότι ένας δημιουργός, σε αυτό το επίπεδο αγοράς, προσπαθεί να βρει μόνος του, τους απαιτούμενους πόρους. Στο «παιχνίδι» έχουν μπει σημαντικά οι διεθνείς συμπαραγωγές, όπου ανάλογα με τα χρήματα που βάζει κάθε χώρα (χρήματα που προέρχονται κυρίως από κρατικούς οργανισμούς), γυρίζεται και στο έδαφός της κομμάτι της ταινίας.
Ο «Κύριος με τα γκρι» παραλίγο στη Γαλλία
Ο κ. Χούρσογλου περιγράφει ένα περιστατικό γύρω από τον «Κύριο με τα γκρι», όπου πρωταγωνίστησαν ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος και η Ειρήνη Ιγκλέση: Σε κάποιο διεθνές φεστιβάλ όπου βραβεύτηκε ο «Λευτέρης Δημακόπουλος», τον πλησίασε ξένος παραγωγός και του πρότεινε, τα γυρίσματα να γίνουν στη Γαλλία, με έλληνες ηθοποιούς που θα μιλούν γαλλικά. «Εγώ όμως ήξερα τον Μιχαλακόπουλο, την Ιγκλέση, το Πλατύ όπου γυρίστηκε η ταινία. Ε, μετά από 15 μέρες απάντησα αρνητικά. Δεν ξέρω αν έκανα καλά ή άσχημα, να σας πω την αλήθεια».
Οι διαφορές σήμερα πάντως, στους προϋπολογισμούς, είναι χαώδης. «Τα 2 εκατ. ευρώ είναι low budget στην Ευρώπη. Τα 700 χιλιάρικα με τα οποία γυρίζουμε ταινίες στην Ελλάδα είναι… no budget» είπε η κα Ντούζα.
Κανείς δεν θα μπορούσε ωστόσο να δώσει μια εντελώς ακριβή εικόνα για την παραγωγή, από έναν παραγωγό. Ο Μιχάλης Σαραντινός, στο ίδιο τραπέζι και αυτός, έχει υπογράψει ή συνυπογράψει πολλές παραγωγές.
Εξήγησε πώς χάθηκε ή χάνεται το κοινό από τα σινεμά, ειδικά στην Αθήνα, όπου οι αίθουσες σε μια έκταση από το κέντρο μέχρι τον Πειραιά και από εκεί στη Γλυφάδα, είναι πολύ λίγες. «Κάθε φορά που κλείνει μια συνοικιακή αίθουσα, χάνεται το 80% του κοινού της. Δεν πάνε δηλαδή οι θεατές σε άλλη, κοντινή γειτονιά που ενδεχομένως έχει κάποια αίθουσα». Επίσης, είπε ότι δεν έχει καν ανακτηθεί το σύνολο του κοινού που υπήρχε πριν από την πανδημία.
Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά όμως;
Σειρές και πλατφόρμες
Μια ερώτηση φυσικά για τις πλατφόρμες και τις τηλεοπτικές σειρές, δεν θα μπορούσε να λείπει. «Υπάρχουν πλέον σειρές που είναι καταπληκτικές, που γυρίζονται με όρους κινηματογραφικούς» είπε η κα Βλάχου. Από την άλλη, οι πλατφόρμες που εδραιώθηκαν σημαντικά μέσα στην πανδημία, έχουν πάρει κοινό τις αίθουσες. Οι απόψεις ήταν συμπτωτικές αλλά και αντίρροπες.
Η κα Ντούζα είπε μεταξύ άλλων ότι μια σειρά δεν σταματάει να «μιλάει», για να εξασφαλίσει την πλοκή και το ενδιαφέρον, τη στιγμή που το σινεμά –με πιο κλασικό παράδειγμα το ανατολικοευρωπαϊκό- λέει την ιστορία με εικόνες, προκαλεί το φαντασιακό. Η κα Βλάχου σημείωσε επίσης ότι η έννοια «πάω σινεμά» δεν είναι η απλή θέαση μιας ταινίας, αλλά η εμπειρία της από κοινού παρακολούθησης σε ένα συγκεκριμένο χώρο.
O κ. Χούρσογλου τόνισε πόσο σημαντικό ρόλο παίζουν οι κινηματογραφικές λέσχες και οι προβολές των ταινιών των δημιουργών, όπως αυτό το γιαννιώτικο διήμερο.
Και οι βιογραφίες;
Οι κινηματογραφικές βιογραφίες, όπως του Καζαντζίδη που είναι επίκαιρη, κόβουν εισιτήρια. Είναι η «απάντηση»; Προφανώς όχι από μόνες τους, γιατί τότε η συγγραφή σεναρίων θα ήταν μια πολύ φορμαλιστική υπόθεση. Για την κα Ντούζα «ένας μεγάλος αριθμός τους γίνεται με εμπορικό και ασφαλές κριτήριο. Σχεδιάζονται με διαφορετικό τρόπο από όλες τις άλλες ταινίες, οι οποίες τελικά γίνονται με… θυσία των δημιουργών».
Τελικά, θα επιζήσει το σινεμά;
Καταρχάς, κάτι που παρατήρησαν όλοι, είναι το ερώτημα αν το σημερινό νεανικό κοινό θα μπορεί να παρακολουθήσει τις ταινίες που φτιάχνει η σημερινή γενιά δημιουργών, με όλες τις παραμέτρους ενεργές: τον τρόπο παρακολούθησης περιεχομένου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τις πλατφόρμες που ήρθαν για να μείνουν κατά την πανδημία, τις σειρές που συνδέονται άμεσα με την επικράτηση των πλατφορμών.
Όλα αυτά βέβαια δεν σημαίνει ότι σταμάτησαν να βγαίνουν πολύ καλές ταινίες, το αντίθετο μάλιστα. Σύμφωνα με τον κ. Σαραντινό, από τις 900 ως 1.100 περίπου ταινίες που παράγονται στην Ευρώπη κάθε χρόνο, περίπου οι 30 γίνονται στην Ελλάδα. Όσο υπάρχει ικανοποιητική απόκριση στα βασικά ερωτήματα, ποια ιστορία θες να πεις και γιατί πρέπει να τη δει το κοινό, τόσο οι ταινίες θα έχουν περισσότερους λόγους ύπαρξης.
Το προσεχές διήμερο στα Γιάννενα, φιλοδοξεί να απαντήσει θετικά στα παραπάνω ερωτήματα, με τέσσερις ταινίες οι οποίες στηρίζουν ακόμα το στοίχημα της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής.