Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και ο Βρετανός πρωθυπουργός Κίρ Στάρμερ θα μεταβούν στην Ουάσινγκτον την επόμενη εβδομάδα εν μέσω ανησυχίας στην Ευρώπη για τη σκλήρυνση της στάσης του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ απέναντι στην Ουκρανία και τα ανοίγματα προς τη Μόσχα σχετικά με την τριετή σύγκρουση.
Οι ηγέτες των δύο πυρηνικών δυνάμεων της Ευρώπης, οι οποίοι θα ταξιδέψουν χωριστά, αναμένεται να προσπαθήσουν να πείσουν τον Τραμπ να μην σπεύσει σε μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός με τον Βλαντίμιρ Πούτιν με οποιοδήποτε κόστος, να μην αφήσει εκτός την Ευρώπη και να συζητήσουν στρατιωτικές εγγυήσεις προς την Ουκρανία.
Ο Μακρόν, ο οποίος προσπαθεί να επωφεληθεί από τη σχέση με τον Τραμπ που οικοδομήθηκε κατά τη διάρκεια των πρώτων προεδρικών θητειών τους, δήλωσε ότι η συμφωνία σε μια κακή συμφωνία που θα ισοδυναμούσε με συνθηκολόγηση της Ουκρανίας θα σηματοδοτούσε αδυναμία στους εχθρούς των Ηνωμένων Πολιτειών, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας και του Ιράν.
Ο Κίρ Στάρμερ, ο οποίος έχει επίσης προειδοποιήσει ότι το τέλος του πολέμου δεν μπορεί να είναι μια «προσωρινή παύση πριν ο Πούτιν επιτεθεί ξανά», θα βρίσκεται στην Ουάσιγκτον την Πέμπτη.
Μιλώντας σε podcast του Fox News την Παρασκευή, ο Τραμπ δήλωσε ότι ο Μακρόν και ο Στάρμερ δεν έχουν «κάνει τίποτα» για να τερματιστεί ο πόλεμος. «Καμία συνάντηση με τη Ρωσία!» είπε, αν και χαρακτήρισε τον Μακρόν «φίλο μου» και τον Στάρμερ «πολύ καλό τύπο».
Οι επισκέψεις έρχονται εν μέσω μιας ρήξης μεταξύ του Τραμπ και του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι, τον οποίο ο Τραμπ χαρακτήρισε «δικτάτορα», που έχει θορυβήσει τους Ευρωπαίους συμμάχους του Κιέβου, οι οποίοι ήδη ταλανίζονται από μια πιο επιθετική στάση των ΗΠΑ στο εμπόριο, τη διπλωματία και ακόμη και την εσωτερική ευρωπαϊκή πολιτική.
Οι δύο χώρες επιθυμούν να δείξουν στον Τραμπ ότι είναι έτοιμες να αναλάβουν μεγαλύτερο βάρος για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Μέρος των βρετανικών και γαλλικών συνομιλιών επικεντρώνεται γύρω από το ενδεχόμενο αποστολής Ευρωπαίων ειρηνευτικών δυνάμεων. Ενώ οι αμερικανική παρουσία στο έδαφος μπορεί να μην είναι απαραίτητη, η αποτροπή με τη μορφή αμερικανικών πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς και τελικά πυρηνικών όπλων θα παραμείνει ζωτικής σημασίας.