Ένας πολύ μικρός δρόμος, ανάμεσα στο παλιό Χατζηκώστα και στο 2ο λύκειο, έχει το όνομα του Νίκου Μπελογιάννη.
Ο δρόμος πήρε το όνομά του πριν από περίπου 35 χρόνια.
Ο Μπελογιάννης ήταν κομμουνιστής, αντιστασιακός, πολιτικός επίτροπος της 10ης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Γεννήθηκε το 1915 στην Αμαλιάδα και μόλις τελείωσε το σχολείο, μπήκε στη Νομική.
Είχε ήδη ενταχθεί στην ΟΚΝΕ και λίγο αργότερα, εντάχθηκε στο ΚΚΕ.
Η σύγκλητος του πανεπιστημίου, τον απέβαλλε από τη σχολή λόγω της πολιτικής του δράσης.
Πήγε φαντάρος το 1936. Συνελήφθη για «παράνομη δράση» και εξέτισε ποινές φυλάκισης και εξορίας.
Η Κατοχή βρήκε τον Μπελογιάννη κρατούμενο, από το 1938, διαδοχικά σε Πάτρα, Αίγινα και Ακροαναυπλία. Οι Ιταλοί, στους οποίους παραδόθηκαν από τις δωσιλογικές αρχές οι πολιτικοί κρατούμενοι, τον μετέφεραν στην Κατούνα, στην Βόνιτσα και στην Κέρκυρα.
Το 1943 αρρώστησε με φυματίωση και μεταφέρθηκε στην Αθήνα, στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Ο ΕΛΑΣ τον απελευθέρωσε και κατόπιν, ο Μπελογιάννης έγινε καπετάνιος στην 3η Ταξιαρχία, με διοικητή τον Γιάννη Μιχαλόπουλο.
Το 1947 με το βαθμό του ταγματάρχη του ΔΣΕ, πήγε στο Βίτσι. Μετά την ήττα του ΔΣΕ, πήγε στην Πολωνία και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1950. Συνελήφθη στους Αμπελόκηπους.
Το 1951, σε εποχές «δημοκρατίας» πλέον, ο Μπελογιάννης καταδικάστηκε σε θάνατο, στην πρώτη δίκη του. Η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια από με τα «μέτρα ειρηνεύσεως» της κυβέρνησης Πλαστήρα.
Λίγο αργότερα συνελήφθη ξανά ως ενεχόμενος σε υπόθεση κατασκοπίας, η οποία επέφερε θανατική ποινή. Η κυβέρνηση Πλαστήρα, εφαρμόζοντας και τη βούληση των ΗΠΑ (και με τη σύμφωνη γνώμη των Γ. Παπανδρέου-Σ. Βενιζέλου), καταδίκασε τον Μπελογιάννη, μαζί με τους Ηλία Αργυριάδη, Δημήτρη Μπάτση, Τάκη Λαζαρίδη, Νίκο Καλούμενο και τη σύντροφό του, Έλλη Παππά, σε θάνατο.
Μεταξύ άλλων, στις δύο δίκες, ο Μπελογιάννης είχε αντιμετωπίσει ως δικαστή και τον μετέπειτα δικτάτορα Παπαδόπουλο.
Η απολογία του Μπελογιάννη στο στρατοδικείο υπήρξε από τα πράγματα που καθόρισαν το «ηθικό ανάστημα της Αριστεράς». Καταλήγοντας, είπε:
«Τα δικαστήριά σας είναι δικαστήρια σκοπιμότητας. Γι’ αυτό δε ζητώ την επιείκειά σας. Αντικρίζω την καταδικαστική σας απόφαση με περηφάνια και ηρεμία. Με το κεφάλι ψηλά θα σταθώ μπροστά στο εκτελεστικό σας απόσπασμα. Αλλά είμαι σίγουρος πως θα ‘ρθει η μέρα, που οι ίδιοι δικαστές που τώρα με δικάζουν, θα ζητήσουν χάρη απ’ τον ελληνικό λαό. Δεν έχω άλλο τίποτε να πω».
Η έκφρασή του, με το τριαντάφυλλο στο χέρι, αποτύπωσε ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά. Υπέρ του, ζητώντας χάρη, παρεμβήκανε προσωπικότητες όπως ο ντε Γκολ, 159 βουλευτές του αγγλικού κοινοβουλίου, ο Ελυάρ, ο Κοκτώ, ο Σαρτρ, ο Χικμέτ, ο Τσάρλι Τσάπλιν και ο Πικάσο, που φιλοτέχνησε τον γνωστό πίνακα του «Ανθρώπου με το Γαρύφαλλο».
Ακόμα και ο αρχιεπίσκοπος Σπύριδωνας ζήτησε να του απονεμηθεί χάρη.
Το τέλος του Μπελογιάννη ήταν προαποφασισμένο: εκτελέστηκε πριν καν το πρώτο φως της αυγής στο στρατόπεδο στο Γουδή, από το ελληνικό κράτος, τα ανάκτορα και το σύστημα εξουσίας που επηρέαζαν και διαμόρφωναν δραματικά οι ΗΠΑ.
Αργότερα, η μνήμη του έγινε ηρωική για την ελληνική αριστερά, και στόχος για την ακροδεξιά, μέχρι και σήμερα.